Λέξη που προκύπτει από το πάντρεμα των λέξεων πορδή, κλανιά και την κατάληξη -ίδι (η οποία δίνει μία χαριτωμενιά σαν να οικειοποιούμαστε την χ λέξη στην οποία το συνάπτουμε). Το πορδή και κλανιά έχοντας την ίδια σημασία, εμφανιζόμενες μαζί δείχνουν υπερβολή.
Αποτέλεσμα λοιπόν είναι μία έμφαση στην περιγραφή των αερίων που όμως για να μην τρομάξουμε τον συνομιλητή προσθέτουμε και το -ίδι.
Η λέξη χρησιμοποιείται ενίοτε και στον πληθυντικό (πορδοκλανίδια) είτε για να δείξει ότι πολλοί κώλοι τα παρήγαγαν ή γιατί το εφέ ήταν συνεχόμενο (και συχνά ολονύκτιο). Αυτά πάντα αναλόγως τον ομιλητή.
Πορδοκλανίδι είναι λοιπόν η κλανιά, όχι μία και τελειωτική αλλά συνεχόμενης ροής, παραμένει όμως στον ακροατή άγνωστη η ταχύτητα, ο ρυθμός, η ένταση, και φυσικά η μυρωδιά. Αυτά όμως μπορεί να τα καταλάβει και από τα συμφραζόμενα, αν πχ. του πούμε ότι φάγαμε κρεμμυδόπιτα και μας έπιασε πορδοκλανίδι, λογικό είναι βάση εμπειρίας να καταλάβει ότι κλάναμε συνεχόμενες κλανιές δυνατές και θανατηφόρες.
- Ρε συ τί ομελέτα ήταν αυτή που μας έφτιαξε ο Αλέκος;
- Σκατά ε; Ή σου άρεσε μήπως;
- Τι λες ρε φίλε, με τίναξε στο πορδοκλανίδι η άτιμη!!- Ρε εσύ κλάνεις με το καρπούζι;
- Εννοείται ρε! Το τι πορδοκλανίδια πέφτουνε κάθε καλοκαίρι, να τρελαίνεσαι...