Λέξη σύνθετη με πρώτο συνθετικό γαμο- (εκ του ρήματος γαμέω, -ώ) και με δεύτερο συνθετικό το -λεβιές. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα κοινώς χαρακτηριζόμενα ως «ψωμάκια» στις γυναίκες, από τα οποία ο εκάστοτε ερωτικός σύντροφος «κρατιέται», ή καλύτερα «κρατάει» όταν το επιτρέπει / επιβάλλει η ανάλογη στάση στο σεξ. Προφανώς ενδείκνυται για πιο γεματούλες και νταρντάνες γυναίκες.

(Για μία πιο νταρντάνα λοιπόν με πιασίματα)
- Πω πω γυναικάρα μου, τι γαμολεβιέδες είναι αυτοί; (στα πλαίσια αστείου πάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified