Η καθεμία από τις ακανόνιστες πτυχές τις οποίες σχηματίζει ένα κομμάτι ύφασμα (ένδυμα κτλ.), όταν το έχουν μαζέψει κατά τη μία διάστασή του.
Κατάσταση υπερβολικής μέθης από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού, μεθύσι ή κατανάλωση άλλου είδους ουσιών, χαπιών, μπάφων κτλ. Συνώνυμο και της μαστούρας.
Φόρεμα με σούρες στη μέση / Οι σούρες της κουρτίνας κ.α.
Πω πω έχω γίνει σούρα από το μεθύσι / Έχω σουρώσει από το πιώμα.