1. Η καθεμία από τις ακανόνιστες πτυχές τις οποίες σχηματίζει ένα κομμάτι ύφασμα (ένδυμα κτλ.), όταν το έχουν μαζέψει κατά τη μία διάστασή του.

  2. Κατάσταση υπερβολικής μέθης από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού, μεθύσι ή κατανάλωση άλλου είδους ουσιών, χαπιών, μπάφων κτλ. Συνώνυμο και της μαστούρας.

  1. Φόρεμα με σούρες στη μέση / Οι σούρες της κουρτίνας κ.α.

  2. Πω πω έχω γίνει σούρα από το μεθύσι / Έχω σουρώσει από το πιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα. Δηλώνει μια παραισθητική κατάσταση η οποία επέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η λεγόμενη μαστούρα. Επίσης ο μαστούρης.

Πω πω μαλάκα έστριψα προχτές ένα τρίφυλλο έκανα και γαμώ τις μαστούρες.

Στο 2:15: Νά \'μαστε μαστούρια οληνύχτα... (Π. Σιδηρόπουλος, «Η παράγκα του Θωμά») (από vikar, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πολύ ωραίος χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί άνετα και πετυχημένα να αντικαταστήσει το προσβλητικό «χοντρή». Συνώνυμο του νταρντάνα.

- Τι χουφτιάρα γυναίκα είσαι; Ευχαριστιέσαι να πιάνεις...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς πιάνω, αλλά όχι οτιδήποτε. Χρησιμοποιείται κυρίως για να σεξουαλικά «πιασίματα» και παιχνίδια.

(Γνωστή η ατάκα της ταινίας)
- Τη χούφτωσες; Χούφτωσ' τη χούφτωσ' τη...

(από nick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη με πρώτο συνθετικό γαμο- (εκ του ρήματος γαμέω, -ώ) και με δεύτερο συνθετικό το -λεβιές. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα κοινώς χαρακτηριζόμενα ως «ψωμάκια» στις γυναίκες, από τα οποία ο εκάστοτε ερωτικός σύντροφος «κρατιέται», ή καλύτερα «κρατάει» όταν το επιτρέπει / επιβάλλει η ανάλογη στάση στο σεξ. Προφανώς ενδείκνυται για πιο γεματούλες και νταρντάνες γυναίκες.

(Για μία πιο νταρντάνα λοιπόν με πιασίματα)
- Πω πω γυναικάρα μου, τι γαμολεβιέδες είναι αυτοί; (στα πλαίσια αστείου πάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρύτατα διαδεδομένο και εύχρηστο, σημαίνει ό,τι και το ερημιτζής.

Δικατάληκτο επίθετο: ο, η ερήμης, το ερήμη.

- Ρε μινάρα θα πάμε για καφέ;
- Μπα δε γουστάρω.
- Τι ερήμης που είσαι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ερήμη(ν): Οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας, χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη «ερήμη» χωρίς το , τουλάχιστον στο 99% των περιπτώσεων. Είναι μια λέξη που κολλάει παντού, ή μάλλον που ο Πατρινός την κολλάει παντού. Φυσικά αγνώστου προελεύσεως. Δηλώνει περίτρανα την κατάσταση της Πατρινής νοοτροπίας, κοντολογίς αυτό που λέμε ό,τι να 'ναι.

  1. - Θα φάμε ρε συ;
    - Ερήμη μωρέ θα τσιμπήσουμε.

2) - Θα πάμε πουθενά;
- Ερήμη θα δούμε.

3) - Έγραψες τίποτα ρε μινάρα;
- Ε, ερήμη μωρέ περνάω.

(και άλλα πολλά - ελπίζω να σας κατατόπισα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified