Προσφώνηση ατόμου ξηγημένου, που φέρθηκε σωστά ή είπε κάτι σοφό ή αστείο ή έξυπνο. Όσο περισσότερα τα σ, τόσο πιο ξήγας.

Είσαι ωραίος -> 'σ' ωραίος -> σωραίος

- Ρε φιλαράκ', έχεις ένα τσιγάρο; - Πάρε δύο... - Σσσσσσσωραίος!

(από Galadriel, 05/07/14)(από patsis, 28/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified