Ο ήχος των όρχεων πάνω στο γυναικείο κορμί κατά την πράξη της συνουσίας.

Και κολλάω το ποτήρι στον τοίχο, και τ' αφτί μου στο ποτήρι κι ακούω από μέσα πατ-πατ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλικό / συμπονετικό / αγαπησιάρικο / κατανόησης και συμπάθειας / οίκτου / παρηγορίας / συνδυασμός των ανωτέρω, χτύπημα της παλάμης στο άνω μέρος του τριχωτού της κεφαλής κάποιου.

Δεν είναι ακριβώς ηχοποίητο (όπως στον άλλο ορισμό), είναι προφ περισσότερο η υπόθεση του «πως θα ακουγόταν αυτό το χτύπημα της κεφαλής εάν είχε ήχο». Το χτύπημα είναι απαλό, ενίοτε συνοδεύεται στο τελείωμά του από μικρής διάρκειας χάιδεμα της κεφαλής και ταυτόχρονα παρηγορητικά γλυκόλογα. Χρησιμοποιείται μόνο με αγάπη και προδέρμ.

-Έσπασε το νύχι μου σήμερα το πρωί! Μπου-χου-χουυυ! Και χθες είχα δώσει τόσα λεφτά στη μανικιουρίστα!
- Έλα μην κλαις! Έλα να σου κάνω πατ-πατ!
-Σνιφ, λυγμ! :'(
(πατ-πατ-πατ)

(από Galadriel, 29/03/12)(από Mr. Cadmus, 29/03/12)The original patpat (από Vrastaman, 31/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified