Τον πούλο, φύγε, παράτα με, χέσε με, ξεκόλλα.

Πιθανόν προέρχεται από το «κουβαλιέμαι κάπου», αντίθ. «ξεκουβαλιέμαι», προστακτική «ξεκουβάλα», μέσα από γενικό γραμματικό ξεχαρβάλωμα.

- Λοιπόν, σ' ευχαριστώ πολύ για το 20ευρω, αλλά άντε μαλάκα, ξεκουβάλα τώρα, θα σκάσει από στιγμή σε στιγμή....
- Να μην την δω ρε μαλάκα εγώ;
- Όχι να μην την δεις, θα στη δείξω άλλη φορά, άντε, άντε τομπούλογλου...
- Καλά ρε δικέ μου, πρόσεχε μη χάσεις τον αυθορμητισμό σου... αν χρειαστείς βοήθεια θα 'μαι από πάνω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified