Το φρικιό. Αυτός που έχει περίεργη ή άσχημη εμφάνιση. Χρησιμοποιείτο κατά κόρον στις ελληνικές τηλεταινίες του '80.

-Έχει χαλάσει το νησί, κάθε καλοκαίρι έρχονται κάτι φρίκουλα με τα σκισμένα ρούχα και τα πολύχρωμα μαλλιά!

ΤΙ ΝΑ ΠΡΩΤΟΠΩ ΓΙ\' ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ; ΠΑΡΕ ΤΑ ΒΑΡΔΟΥΛΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ? ΧΕΒΥ ΜΕΝΤΑΛ? ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΝΑ ΣΠΙΝΑΡΕΙΣ? ΦΡΙΚΙΟ ΚΑΙ ΑΛΑΝΙΑΡΗΣ? (από xalikoutis, 02/07/09)

Βλέπε και υποφρικιό και φρίκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καραφρίκουλο, ο υπερθετικός του φρικιό.

-Με το μαλλί ορθό και τα καρφιά στη μύτη, μόνο νορμάλ δεν είναι!
-Τι νορμάλ ρε; Εδώ μιλάμε για καραφρίκουλο!

Σύγκρινε με υποφρικιό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified