Το φρικιό. Αυτός που έχει περίεργη ή άσχημη εμφάνιση. Χρησιμοποιείτο κατά κόρον στις ελληνικές τηλεταινίες του '80.
-Έχει χαλάσει το νησί, κάθε καλοκαίρι έρχονται κάτι φρίκουλα με τα σκισμένα ρούχα και τα πολύχρωμα μαλλιά!
Βλέπε και υποφρικιό και φρίκος.
Got a better definition? Add it!
Published 2006-12-26 10:49:59+00:00 Last modified 2015-05-09 18:27:11+00:00
Ή καραφρίκουλο, ο υπερθετικός του φρικιό.
-Με το μαλλί ορθό και τα καρφιά στη μύτη, μόνο νορμάλ δεν είναι! -Τι νορμάλ ρε; Εδώ μιλάμε για καραφρίκουλο!
Σύγκρινε με υποφρικιό.
Published 2008-02-10 14:11:56+00:00 Last modified 2010-07-25 02:11:15+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.