Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι μια κατάσταση ή πρόταση είναι εντελώς ακατανόητη.

Σε περιπτώσεις που κάποιος δε μιλάει σωστά μια ξένη γλώσσα, κάποιος μπορεί να παρομοιάσει τα Αγγλικά του (π.χ.) με τα Αραμαϊκά.
Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με συνδυασμό άλλων γλωσσών για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση (π.χ. Ελληνοαραμαϊκά, Γαλλοαραμαϊκά)

  1. - Τελικά ο Κώστας θα έρθει το βράδυ;
    - Του μίλησα και μου έλεγε κάτι Αραμαϊκά ότι έχει να πάει κάπου και καλά σε μια δουλειά.

  2. (Σε κατάστημα με πουκάμισα στο Λονδίνο)
    - This good for me.
    - Τα μιλάς άπταιστα τα Αραμαϊκά ρε πούστη...

  3. (Αργοπορημένος Έλληνας φοιτητής μπαίνοντας στην αίθουσα)
    - Sorry sir, Ι lost the bus
    - Πάλι Ελληνοαραμαϊκά του το 'πε ο μαλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified