Ακυρώνω, συνήθως λόγω βαρεμάρας.

Ρε μαλάκα, δεν έχω όρεξη για Boutique τελικά. Το χιονίζουμε;

Βλ. και χι, χιώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified