Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Ελληνοποίηση του πασίγνωστου αγγλικού όρου «shock». Δηλώνει μεγάλη έκπληξη ή θαυμασμό. Για να δοθεί έμφαση, είναι καλό στον προφορικό λόγο να προφέρεται με παχύ 'σ' (σσοκ) και στο chat να αναγράφεται ως εξής: σοκκκκκκκ. Οι χρήσεις του αμέτρητες - βλ. παραδείγματα.

  1. - Μαλάκα, φάε αυτό το μπανόφι και κλάψε.
    - Τόσο καλό;
    - Σοκκκκ λέμε...

  2. - Παίδες, χτες έβαλα ένα γκομενάκι το σοκ το ίδιο.
    (σημ.: εδώ κολλάει η απάντηση: Ηρέμησε).

  3. - Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο μουνιά-σοκ.

ή εναλλακτικά:

- Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο σοκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified