Ακυρώνω, κανσελάρω. Συνήθως το ρίχνω. Σε σάιτ με ιδιωματισμούς, το χρησιμοποιείς για να θάψεις ένα λήμμα.

Μ’ ένα Χι
με διαγράφεις.
Μ’ ένα Χι
τα πάντα γκρεμίζεις.
Τη ζωή μου ολόκληρη σ' ένα λεπτό ακυρώνεις
μ' ένα Χι, μ’ ενα Χι.
(Νίκος Καρβέλας)

- Τελικά τι έγινε με τη Μαρία; Την έριξες;
- Μπα, μου έριξε χι.

(από notheitis, 27/11/08)...στην προκειμένη περίπωση (από Vrastaman, 27/11/08)

Βλ. και χιώνω, χιονίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified