Πουτσόκρυο αλλά σε πιο ευγενικιά μορφή για να μη μας καταλάβει και καλά κανένας.
[μπαει λου+βαλου]
- Ποο φίλε κάνει τσόκρυο, το έχω δαγκώσει το καυλί.
Πουτσόκρυο αλλά σε πιο ευγενικιά μορφή για να μη μας καταλάβει και καλά κανένας.
[μπαει λου+βαλου]
- Ποο φίλε κάνει τσόκρυο, το έχω δαγκώσει το καυλί.
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified