Πουτσόκρυο αλλά σε πιο ευγενικιά μορφή για να μη μας καταλάβει και καλά κανένας.

[μπαει λου+βαλου]

- Ποο φίλε κάνει τσόκρυο, το έχω δαγκώσει το καυλί.

GATZόμυδο! (από Vrastaman, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified