Η ίδια η προσποιητή συμπεριφορά. Συνώνυμο: δηθενιά.
Μας έχει φάει ο δηθενισμός και το θεαθήναι.
Η ίδια η προσποιητή συμπεριφορά. Συνώνυμο: δηθενιά.
Μας έχει φάει ο δηθενισμός και το θεαθήναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στάση ζωής που υπαγορεύει την προσποίηση στην κοινωνική συμπεριφορά.
Μ' ενοχλεί αυτός ο δηθενισμός των εφημερίδων που, ενώ ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το κέρδος, ισχυρίζονται ότι ασχολούνται με τα παγκόσμια προβλήματα.
Βλ. και δηθενιά, δηθενιστής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified