Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως τσιρλιό. Ηχητικής προελεύσεως λέξη, που αναφέρεται στην εκκένωση υδαρών κοπράνων, επισήμως γνωστή ως διάρροια. Η στρατιωτική λέξη αργκό «τσιρλιπιπί» είναι παράγωγο της εν λόγω λέξης. Συχνά χρησιμοποιείται και το επίθετο τσιρλιάρης, με την έννοια του φοβητσιάρη-χέστη.

  1. Επιστολή αναγνώστη προς το ΒΗΜΑ:

Τυχαίως το βράδυ (9.30-10.00) της 13ης Δεκεμβρίου ανοίγοντας την τηλεόραση στο πρόγραμμα ΕΤ3 παρακολούθησα μάθημα «πατριδογνωσίας» από κάποιον κ. Ζούραρι και σημείωσα, μεταξύ άλλων, τα εξής πρωτοφανή, πρωτάκουστα και απαράδεκτα: «η ανάγκη δεν ελέγχεται από το εθελόμυρτον (sic)...», ή «όταν φας πιπεριά την επομένη θα έχεις τσίρλα (διάρροια) και έτσι φαίνεται η σχέση πιπεριάς και τσίρλας και με την τσίρλα τελειώσαμε το μάθημα αυτό».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified