1. Ο,τιδήποτε λειτουργεί ως μαγνήτης για πούτσο, κατά το μουνοπαγίδα.

  2. Γκόμενα, που σε ελκύει / μαγνητίζει και μετά σε παγιδεύει.

  3. Κυριολεκτικά, το RAPEX, βλ. σχόλιο της Pirate Jenny στο αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata.

  1. Μεγάλη πουτσοπαγίδα αυτό το στρινγκάκι που διαγράφεται.

  2. --Τι κάνει ο Βάγγελας; Άκουσα πως είναι στο νοσοκομείο, αληθεύει; Έλα κάτι θα ξέρεις, αφού είσαι το αυτί της γης!
    - Πού να στα λέω! Σε μια στιγμή ερωτικού ξανάμματος πήγε να βιάσει τον Περικλή, ο οποίος όμως δεν ήθελε, γιατί προσπαθούσε να μπει στον ίσιο δρόμο με την Λίλιαν και να ξεκόψει από Βάγγελα. Και τελικά η πούτσα του Βαγγέλη αιχμαλωτίστηκε στην πουτσοπαγίδα, που είχε δανειστεί ο Πέρι απ' τη Λίλιαν δια παν ενδεχόμενον!
    - Έλα ρε, μπαίνει η πουτσοπαγίδα στον κώλο;
    - Ε, τώρα με προσβάλλεις! Ή είμαι το αυτί της γης, ή δεν είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified