Βαρύ φτηνιάρικο άρωμα που μυρίζει από μακρυά και σε απωθεί.

- Μας φλόμωσες αδελφάκι μου με το πατσουλί που φόρεσες.
- Πατσουλί το POISON, πρώτη φορά το ακούω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified