ΓΑ.Μ.Ε.Α (Γάτος.Με.Ειδικές.Ανάγκες).
Τι γάτος, μωρέ, μου λες ότι είναι ο μπουζουκοκέφαλος; Πιο βλακέντιος δεν γίνεται! Σκέτος ΓΑ.Μ.Ε.Α το άτομο!
ΓΑ.Μ.Ε.Α (Γάτος.Με.Ειδικές.Ανάγκες).
Τι γάτος, μωρέ, μου λες ότι είναι ο μπουζουκοκέφαλος; Πιο βλακέντιος δεν γίνεται! Σκέτος ΓΑ.Μ.Ε.Α το άτομο!
Got a better definition? Add it!
Εχω αποβλακωθεί.
Ο τύπος είπε μιά απέραντη βλακεία. Και την πιστεύει για φιλοσοφία. Πρέπει νά 'χει φάει πολύ ηλιέλαιο! Έχει κάψει εγκέφαλο...
Got a better definition? Add it!
Πόρνη που δεν στεγάζεται σε οίκο ανοχής, αλλά κάνει πιάτσα στον δρόμο.
Οι μόνες περιπατητικές που έμειναν στην εποχή μας είναι τα «κορίτσια» στη Συγγρού.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.
Από εκπομπή του Μητσικώστα:
«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»
Got a better definition? Add it!
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που γουστάρει πολύ κάθε είδους πούτσο.
- Μάντεψε ποια συνάντησα σήμερα με τον νέο της γκόμενο αγκαλιά: την Πιπίτσα.
- Α, την κυρία Χατζηπούτσογλου θες να πεις; Τι νέο γκόμενο μωρέ, ξεπέτα κάνει.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο έχων ό,τι λέει η λέξη.
Πολύ κομπλεξάρας ρε παιδιά ο τύπος. Μόνο άνδρες πήγαμε στην ερημική παραλία, όλοι πέσαμε γυμνοί στη θάλασσα, κι αυτός ντρεπόταν να βγάλει το σώβρακο. Λες να 'ναι κοντοτσούτσουνος;
Βλ. και μικροτσούτσουνος, ρεβιθοτσούτσουνος, τσουτσούνι, το
Got a better definition? Add it!
Βαρύ φτηνιάρικο άρωμα που μυρίζει από μακρυά και σε απωθεί.
- Μας φλόμωσες αδελφάκι μου με το πατσουλί που φόρεσες.
- Πατσουλί το POISON, πρώτη φορά το ακούω.
Got a better definition? Add it!