Εκτός των υγρών καυσίμων που καλύφθηκαν αναλυτικά στον προηγούμενο ορισμό, κρίνεται σκόπιμο να γίνει αναφορά και στα στερεά καύσιμα (κατ' αντιστοιχία βενζίνη - κωκ - γαιάνθρακας): τα τσιγάρα.

Στον ταξιτζή:
– Να σας παρακαλέσω κάτι, όπου βρείτε περίπτερο κάνετε μια στάση για ανεφοδιασμό σε καύσιμα;
– Ό,τι πεις μμμωρό μου εσύ (το «μωρό μου εσύ» με πάθος και υπονοούμενο, αλλά αυτή χαμπάρι)... Αλλά κοίτα, μωρό, άμα θες να φουμάρεις έλα μπροστά να σου ανοίξω το παράθυρο...
(πάει μπροστά για το τσιγάρο, της πιάνει το μπούτι, αυτή φρικάρει κι αρχίζει τις φωνές, το τσιγάρο της κάθισε στο λαιμό, τί το 'θελε).

(από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καύσιμα κατά τη βιβλιογραφία αποτελούν την ύλη που όταν καεί αποδίδει θερμική ενέργεια.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για υγρά καύσιμα και πιο συγκεκριμένα για υγρό πυρ (π.χ: ούζο, καραουισκάκι, μπυρόνια) που όταν καούν στον κινητήρα (κοιλιά) ενός πότη είναι ικανά να του προσδώσουν την ενέργεια που θα χρειαστεί για να κόψει λάσπη από την πεζή πραγματικότητα και να αφεθεί στην πνευματική απογείωση.

Γιαυτό και σε τέτοιου είδους κατανύξεις χρειάζονται ικανά αποθέματα πρώτων υλών. (βλ. μπυρασφάλεια)

Η υπερκατανάλωση μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες χορευτικές φιγούρες, σε στουκάρισμα κατά την απογείωση (πτώσεις από γλιστρήματα, κλπ) και σε ένα σωρό άλλα σκηνικά που θα παιχτούν live.

Το πού θα πάει το πράγμα εξαρτάται από τη σχέση του «πιλότου» με το αλκοόλ και τις δυνατότητες του κινητήρα του (π.χ: ένας ασυνήθιστος στο πιόμα, που δεν έχει φάει καταλλήλως, μπορεί να πάθει αλάμπαρση και να γίνει λιάρδα), τις συγκυρίες και την προηγούμενη φυσική του κατάσταση (π.χ: η ψυχική ευφορία σε συνδυασμό με μια καλή παρέα συμβάλλει στην ονειρεμένη απογείωση, η κούραση συμβάλλει στην εξάντληση, ενώ η κακή ψυχική κατάσταση πακέτο με μια μικρή αφορμή μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις και τσακωμούς).

Ένας κρασοπατέρας που τα πίνει σε ταβέρνα, έχει γίνει σωστό κουρούμπελο. Κάποια στιγμή απευθύνεται στον ταβερνιάρη σε άπταιστα ορέστικα:
- Ε... παλικάρι... πιάσε καύσιμα.
- Τρία κιλά ήπιες κυρ Μανώλη. Πόσο θα πιεις;
- Σε... γελάσανε... χίκ. Φαίνεται ήπιες πολύ... χικ και τα βλέπεις διπλά... χικ. Να το προσέξεις αυτό... χικ... Είσαι και νέο παιδί... χικ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified