Λέξη στα καλιαρντά που σημαίνει «κάνω μια μαλακία, διακινδυνεύω» ή απλά «τζογάρω».

Αθόριτος είναι ο παράλογος και αθοριτιανή η χαρτοπαιξία.

*αθοριτιάζω κάρτες = παίζω χαρτιά
*αθοριτιάζω τα χόρσια = παίζω στον ιππόδρομο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified