Σημασία: οικειοποιούμαι κάτι από κάποιον άλλον και το κάνω χειρότερο. Και ιδιαίτερα όταν ο μόνος σκοπός μου είναι το όφελος μου, οικονομικό ή για να «δείχνω» και εγώ ότι κάτι έκανα.

Ετυμολογία: ρήμα αποτελούμενο από το επίθετο πίθηκος και την κατάληξη -ίζω.

Ιστορία: όταν ο πίθηκος έρχεται σε επαφή με των άνθρωπο μιμείται συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα καταφέρνει να πιεί από ένα ποτήρι, να ξεφυλλίσει ένα βιβλίο ή να βάλει ένα τηλέφωνο στην περιοχή του αυτιού, χωρίς βέβαια να καταλαβαίνει τον σκοπό των αντικειμένων αυτών. Ομοίως όταν ένας άνθρωπος μιμείται έναν άλλον άνθρωπο, στην ουσία υιοθετεί την συμπεριφορά του πίθηκου, δηλαδή πιθηκίζει.

Συνώνυμα: λογοκλοπή, βούτα, τζούρνεμα, μίμηση, [δήθεν] ότι, απάτη, IQ ποντικιού, και καλά, αναπαράσταση.

Αντίθετα: δημιουργικότητα, αυτάρκεια, γένεσις – αυτογένεσις, καινοφάνεια.

Καλά, πώς βγήκες εσύ από κει μέσα; Πιθήκισες την πτυχιακή από κανέναν; Τι ρωτάω…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιμούμαι, ξεσηκώνω την συμπεριφορά, τις κινήσεις, το ντύσιμο, τις συνήθειες, γενικά όλη την προσωπικότητα του Άλλου χωρίς όμως να με χαρακτηρίζει τίποτε απ' όλ' αυτά γιατί η δική μου προσωπικότητα είναι χαμένη στην άβυσσο του ασυνειδήτου μου και δεν θέλω ούτε να την ξέρω, είμαι ανασφαλής και την ντρέπομαι. Συνώνυμο: «μαϊμουδίζω». Κάνω δηλαδή σαν την μαϊμού που αντιγράφει ό,τι μπορεί, χωρίς να είναι αυτό το οποίο αντιγράφει και χωρίς να συνειδητοποιεί καν αυτό που κάνει. Και δεν είμαι χαριτωμένος /-η, ενώ η μαϊμού είναι.

Σύνηθες σύμπτωμα, πχ. των fashion victims. Ηλικία αποκορύφωσης της εκδήλωσης του φαινομένου: η καταραμένη εφηβεία.

  1. (Μάνα προς κόρη)
    - Όχι δεν θα αγοράσεις ρούχα μπίλαμπονγκ. Δεν θα ξηλωθούμε εμείς επειδή θες να πιθηκίζεις!

  2. (Μάνα προς κόρη)
    - Τι γκριμάτσες είν' αυτές; Πού τις έμαθες; Δεν ήσουν ποτέ έτσι! Πάλι πιθηκίζεις;

(από pavleas, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified