Σημασία: οικειοποιούμαι κάτι από κάποιον άλλον και το κάνω χειρότερο. Και ιδιαίτερα όταν ο μόνος σκοπός μου είναι το όφελος μου, οικονομικό ή για να «δείχνω» και εγώ ότι κάτι έκανα.
Ετυμολογία: ρήμα αποτελούμενο από το επίθετο πίθηκος και την κατάληξη -ίζω.
Ιστορία: όταν ο πίθηκος έρχεται σε επαφή με των άνθρωπο μιμείται συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα καταφέρνει να πιεί από ένα ποτήρι, να ξεφυλλίσει ένα βιβλίο ή να βάλει ένα τηλέφωνο στην περιοχή του αυτιού, χωρίς βέβαια να καταλαβαίνει τον σκοπό των αντικειμένων αυτών. Ομοίως όταν ένας άνθρωπος μιμείται έναν άλλον άνθρωπο, στην ουσία υιοθετεί την συμπεριφορά του πίθηκου, δηλαδή πιθηκίζει.
Συνώνυμα: λογοκλοπή, βούτα, τζούρνεμα, μίμηση, [δήθεν] ότι, απάτη, IQ ποντικιού, και καλά, αναπαράσταση.
Αντίθετα: δημιουργικότητα, αυτάρκεια, γένεσις – αυτογένεσις, καινοφάνεια.
Καλά, πώς βγήκες εσύ από κει μέσα; Πιθήκισες την πτυχιακή από κανέναν; Τι ρωτάω…