Λύση της συνέχειας του δέρματος, γδάρσιμο από νύχια. Μικρή χαραγματιά σε λεία επιφάνεια από σκληρότερο αντικείμενο (μάλλον από τον ήχο γρατσ γρατσ). Συνώνυμο του «γδέρνω», που μεταφορικά σημαίνει εξαντλώ κάποιον οικονομικά. Επίσης γράφεται και με ζ αντί του σ.

Γρατσουνίζω κάποιον, όταν του παίρνω, συνήθως, μικροποσά. Αυτός που δίνει τα χρήματα γνωρίζει ότι είναι δανεικά και αγύριστα, αλλά τα δίνει, ή γιατί έχει καλή ψυχή και μεγάλο πορτοφόλι, ή γιατί ελπίζει οτι θα αποζημιωθεί σε «είδος».

Οι γρατσουνιές είναι ανεπιθύμητες από όλους, γιατί σε κάνουν να υποφέρεις με πολλούς τρόπους:

  1. Βρίσκεις το καινούριο σου αυτοκίνητο με γρατσουνιές από κλειδί από τη μια άκρη μέχρι την άλλη! Υποφέρεις ψυχολογικά, γιατί τραυματίστηκε το άλλο σου εγώ, και οικονομικά, γιατί πρέπει να διορθώσεις τη ζημιά πάραυτα.

  2. Ανακαλύπτει η γυναίκα σου νυχιές στην πλάτη σου και τρώει φλασιά, γιατί θυμήθηκε την ηλίθια κλασική δικαιολογία «γεύμα με πελάτες», που της είπες γιατί άργησες χθες βράδυ. Υποφέρεις σωματικά πρώτα, από τρομερό πονοκέφαλο από τις φωνές της και μετά ακολουθούν οι πόνοι στα παΐδια, από την παντόφλα που πέφτει χωρίς να ξεχωρίζει κανένα σημείο του σώματος. Υποφέρεις και διανοητικά, γιατί μόλις τα πράγματα ξεχαστούν λίγο, πρέπει να βάλεις τη γκλάβα σου να κατεβάσει πιο πειστική δικαιολογία για το καινούριο ξεπόρτισμά σου.

Η Φωφώ γνώρισε ένα ραμόλι που είναι τρελός και παλαβός μαζί της. Συνέχεια της ζητάει να πάνε σπίτι του να της δείξει τη θέα από τα μπαλκόνια και εκείνη τον έχει στην αναμονή, αλλά όσο την περιμένει, όλο και τον γρατσουνάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified