Γυναίκα, που προκαλεί αναβρασμό με την παρουσία / πέρασμά της. Ουδετέρου γένους, κατά το Λίλιαν.

Ασίστ: Παυλέας.

Μεγάλο αναβράζον το Λίλιαν.

O αναβράζων ελέφας του αδικοχαμένου Syd Barrett (από Vrastaman, 06/03/09)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified