Ο οδηγός που επιδίδεται σε επικίνδυνη οδήγηση για εντυπωσιασμό.
Συνήθως συμμετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες σε δημόσιους δρόμους (κόντρες).
-Ο Μάκης; Τρελαμμένος κοντράκιας, αλλά πολύ απρόσεκτος, δεν έχει αφήσει κολώνα για κολώνα όρθια!
Ο οδηγός που επιδίδεται σε επικίνδυνη οδήγηση για εντυπωσιασμό.
Συνήθως συμμετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες σε δημόσιους δρόμους (κόντρες).
-Ο Μάκης; Τρελαμμένος κοντράκιας, αλλά πολύ απρόσεκτος, δεν έχει αφήσει κολώνα για κολώνα όρθια!
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός που κερδίζει τις κόντρες στο ποδόσφαιρο.
- Ρε τον κοντράκια... Και τους τρεις με κόντρα τους πέρασε...
Got a better definition? Add it!