Αυτός που την έχει ακούσει με τριπάκι ή πακιτρί.

  1. - Πώ, τρίπιος ο δικός σου δικέ μου!

  2. Εδώ: Και ο Hicks γκρίνιαξε σχετικά με το ζήτημα του βλάκα που πηδάει από το παράθυρο τρίπιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified