Όταν γίνεται το αδιαχώρητο, επειδή κανείς δεν υποχωρεί. Νεοελληνική συνήθεια. Από μαργαριτάρι.

Μοίρασε ο Καραμανλής τριχίλιαρα κι έγινε το ανυποχώρητο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified