Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.

Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.

-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.

Και χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος που κάνει κατάχρηση της εξουσίας του και τείνει συνεχώς προς την αυθαιρεσία. Ο σκληροπυρηνικός ένστολος που δείχνει υπερβολικό ζήλο στην εκτέλεση των δήθεν καθηκόντων του επιβεβαιώνοντας το άρρωστο εγώ του σε βάρος των αδυνάτων.

Ακολουθεί πιστά το παλιό ρητό του φάρ-ουέστ: «Ένας είναι ο νόμος, ο νόμος του σερίφη».

Την έχει δει σερίφης ο μαλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σεφ, στην γλώσσα των μαγείρων.

Τελειώνετε, να ετοιμάσουμε το μενού. Θα έρθει ο σερίφης και ποιος τον ακούει.

(από dryhammer, 14/05/14)(από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified