SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Lemma results (3060)
Showing 841-900 from 3060 · Show all (24731)

  • Z A
  • Many definitions one
  • Newer Older
  • α
  • β
  • γ
  • δ
  • ε
  • ζ
  • η
  • θ
  • ι
  • κ
  • λ
  • μ
  • ν
  • ξ
  • ο
  • π
  • ρ
  • σ
  • τ
  • υ
  • φ
  • χ
  • ψ
  • ω
  • #
  • en
  • Random
  • All
κοροϊδεύω την κοινωνία 1 κορνούτος 1 κορναλάκας 1 κορμοράνος 1 Κορμί 1 κορμαρίων 1 κορμάκια να σπάνε 1 κορμάδι 2 κοριτσοκόπανος 1 κορίτσια 1 κορίτσι για σπίτι 1 κορίτσι αφάνα 1 κορίτσι 3 κορίτα 1 κοριός 1 κοριοζούμι 1 κοριντόρ 1 κορίνα 1 κορίλα 1 κόρη 1
κορεό 2 κορέλκο 1 κορεκτίλα 1 κορδονούρης 1 κορδονέτο 1 κορδομενίδης 1 κορδελιασμένη 1 κορδελιάρα 1 κορδέλες 1 κορδελάκια 2 κοράτσα 1 κορασίς 1 Κοραπάτσα 1 κορακοζώητος 1 κορακογάμης 1 κορακοβλαστήμω 1 κοράκλα 1 κορακίστικα 1 κορακιάζω 1 κοράκι 8
κόρακας 1 κοπυπαστώνω 1 κοπυπαστατζής 1 κοπύδι 1 κόπυ λεφτ 1 κοπτοφλεβικά 1 κοπτοραπτική 1 κοπτοραπτάδικο 1 κοπρόσκυλο 2 κοπροσκυλιάζω 1 κοπροσβέστης 1 κοπρομάντης 1 κόπρολα 1 κοπρογότθος 1 Κοπρογονία 1 κοπρίτσι 1 κοπριτιλίκι 1 κοπρίτης 2 κοπριτάμπουρας 1 κοπριά 4
  • « Previous
  • 1
  • 2
  • 3
  •  .. 
  • 12
  • 13
  • 14
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  •  .. 
  • 49
  • 50
  • 51
  • Next »
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.