Ο από καιρό πεθαμένος, αυτός που κοιτάζει τα ραδίκια ανάποδα, που έχει λιώσει για τα καλά κι έχει γίνει λίπασμα, αηδία σκέτη ένα πράμα, αλλά τι να κάνω, να μην το πω;

(καλοκαιρινό ντοκουμέντο)
Βλέπει ο μπάρμπας στο χωριό κάποιους συχωριανούς σε παλιές φωτογραφίες και λέει:
- Ω ρε γαμώτα, κοπριά γινήκαν ούλοι...
Και κουνάει το κεφάλι του και την άλλη στιγμή το έχει ήδη ξεχάσει γιατί αυτός ακόμα είναι ζωντανός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.

Από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», Τριανταφυλλίδη.

- Πω πω μαλάκα μου, η ομαδάρα φέτος πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Στον κώλο μας θα το βάλουμε το διαρκείας.
- Άσε με ρε, με τις κοπριές που έφερε ο πρόεδρος να παίζουν, θα τελειώσουμε τη σεζόν με το γήπεδο ζούγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος λέρα... ο αναξιόπιστος κοινωνικά.

- Να σου δανείσω 2.000;
- Ουστ από δω ρε κοπριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόβλητο από την κωλιακή κοιλότητα κατσικιού - προβάτου. Έχει σφαιρικό σχήμα. Χρώματα: μαύρο, αν το ζώο εκτρέφεται σε εγκαταστάσεις με συγκεκριμένες τροφές και μουσταρδί, αν το ζώο είναι αλανιάρικο και τρώει ό,τι βρει. Περιέχει πρωτεΐνες - κρεατίνες για τα φυτά.

- Ρε Μήτσο, τι ρίχνεις στα φυτά σου και μεγαλώνουν τόσο γρήγορα;
- Ε, απλό είναι, βγάζω βόλτα τα πρόβατα του κυρ Γιώργου στον κήπο μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified