Η κόρη. Μεγεθυντικός όρος των θετικών χαρακτηριστικών της κόρης. Όμορφη και γερή κόρη.

– Γέννησε τελικά η Πόπη;
– Ναι, κι έκανε μια κοράκλα, ζωηρότατη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified