Δες και τζαμπαντάν, ως επίσης και τζαμπέ.
Το όλον λέγεται και τζαμπέ τζαμπαντάν.
Μάλλον κάτι σαν την ηλεκτρονική εκδοχή του σασείδα.
Μάλλον η έκφραση είναι πολύ παλαιότερη από τα χαρτονομίσματα των πέντε χιλιάδων δραχμών. Τάλιρο (ή τάληρο ή τάλληρο) ήταν και το κέρμα των πέντε δραχμών που κάποτε κι αυτό είχε αξία. Αλλά οι λέξεις τάλιρο και τάλιρα εννοούν από παλιά το χρήμα γενικά, πρβλ. και βενετσιάνικό talaro και το γερμανικό daler, taler - εξ ου και το δολάριο.
Το μάριος είναι ένας πολύ παλιός - 70ζ και βάλε - ευφημισμός για το μαλάκας. Και η μαλακία, με την έννοια της βλακείας, αντίστοιχα, μαρία.
Το τρίτο ενικό δεν είναι has; Και προφέρεται χεζ;
Έχει αποτυπωθεί το χάσμα αυτό και από τον Αργύρη Μπακιρτζή στους δυο πρώτους στίχους από το Το πολλαπλό σου είδωλο:
[I]Συχνάζεις στο «Μικρό καφέ»
κι εγώ στη Μυροβόλο[/I]
έτσι που όσο κι αν θέλουμε
ποτές δε θα ιδωθούμε
όπου Μυροβόλος κλασικό ζαχαροπλαστείο/μπουγατσατζίδικο και Μικρό Καφέ καφετέρια ψιλοκοσμική/ψιλοκουλτουριάρικη, αμφότερα και τα δυο στην Καβάλα. Για τους υπόλοιπους στίχους και διάφορα πραγματολογικά στοιχεία δείτε εδώ.
Εξαιρετικό. Δυο μικρές παρατηρήσεις.
Στη σημασία 2, νομίζω ότι υπονοείται πως, πέρα από υγιής, ατσαλένιος κλπ, ο περί ου ο λόγος είναι απαραιτήτως και αδύνατος, λιανός όπως το ξύλο το τσιλίκι. Και νευρώδης, νομίζω.
Στη σημασία 3, το μεγάλο, πιο χοντρό ξύλο δεν είναι η τσομάκα; Έτσι το θυμάμαι κι έτσι το βρίσκω κι εδώ, εδώ και εδώ.
Πολύ ενδιαφέρον. Βρίσκω και την τούρκικη έκφραση salma gezmek που σημαίνει περιφέρομαι ασκόπως.
Νομίζω ότι στα ελληνικά - και στα γαλλικά, ενίοτε - το βουαλά είναι κάτι αρκετά παραπάνω από ένα απλό «ιδού». Έχει κάτι το τελεσίδικο, μια από τελεία και παύλα, ολίγη από έτσι είναι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Προς επίτασιν, μάλιστα, διπλασιάζεται - βουαλά βουαλά. Αν και το δικό μου το αγαπημένο (και υπερθετικό) είναι το βουαλά, Ζωρζ - π.χ. όταν δείχνεις το φύλλο που κερδίζει στην πόκα: βουαλά, Ζωρζ, τρεις παπάδες με μαγιό...
Μα είναι, νομίζω, δεδομένο ότι όλοι όσοι τη βρίσκουν με τα όπλα κάπου αλλού είναι ανεπαρκείς.
Μπουλκουμές, όπως λέει ο Πετρόπουλος στα Καλιαρντά, είναι η εκσπερμάτωση, το σπέρμα. Μπουλκουμάρω σημαίνει χύνω, εκσπερματώνω.
Υπάρχει ήδη το λήμμα μπουλκουμές αλλά και εκεί ο ορισμός είναι λάθος.
Ναι, αλλά η χρήση γι' αυτόν που πετιέται σε μια κουβέντα ως μη έδει είναι αρκούντως αδόκιμη με την καλή έννοια, νο;
Πολύ παλιά και στην Αθήνα, το πεζοδρόμιο μπροστά από το Έβερεστ της Τσακάλωφ - γνωστό επίσης ως Νείλος ή οι όχθες του Νείλου.
Γιατί είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.
Από μια αναζήτηση στο google προκύπτει ότι:
Είμαστε σίγουροι ότι η κυρία άνωθι είναι όντως η νοσοκόμα του Μουαμάρ; Διότι αυτός εδώ δεν είναι.
Συγκρίνετε και με αυτήν την φωτό
[img]http://4.bp.blogspot.com/_j7nO4iNpcsM/TPN4ZNmSTII/AAAAAAAAIOw/9nAfPoh-xjc/s1600/galyna.jpg[/img] που έχει κάποιες περισσότερες πιθανότητες να είναι γνήσια.
Ναι ρε, ανάγκη δεν έχεις εσύ... ;-)
Σε απλά αγγλικά η περί ης ο λόγος φράση μπορεί να διατυπωθεί ως:
To know that it is impossible to know what does not exist - that, in a way, is to know something about it.
Ή, ακόμη πιο απλά:
All I know about what doesn't exist is that I can't know about it.
Αλλά, το να το πεις έτσι στα αγγλικά έχει κάποια πρακτικά μειονεκτήματα - σε σχέση, εννοώ, με το να πεις «να εγγράψεις την αδυνατότητα εγγραφής του ανύπαρκτου ως μορφή εγγραφής του» ή, βέβαια, με το να πεις το ίδιο πράγμα στα γαλλικά. Τα μειονεκτήματα αυτά είναι:
Το αν η περί ης ο λόγος φράση είναι:
α. trivial
β. circular
γ. tautological
δ. self-contradictory
ε. all of the above
το έχει καλύψει υποδειγματικά ο προλαλήσας Υιός.
Και μια και τόφερε η κουβέντα, πώς είχα την εντύπωση ότι αυτά τα θέματα είχαν λίγο πολύ εξαντληθεί στην Αλεξάνδρεια τον 4ο μ.Χ...
Μπράβο, μωρέ. Κι εγώ όταν το είπα έτσι απλά, μετά γάμησα.
I'll get my coat...
Σωστός!
Από το ισπανικό caja baja, μήπως;
Μπερδεύτηκα με την τελευταία παράγραφο του ορισμού.
«Η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα» - με τα εισαγωγικά - δίνει 8.330 αποτελέσματα στο google.
«Η άμυνα είναι η καλύτερη επίθεση» - επίσης με τα εισαγωγικά - δίνει 2.580.
Στην δική μου εμπειρία, αυτό είναι νορμάλ. Πολύ πιο συχνά ακούμε το «Η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα» παρά το άλλο. Το οποίο, νομίζω, έπεται και προϋποθέτει γνώση του πρώτου.
Ε, ναι, αυτό είναι το καλύτερο λεξικό μακράν.
Υπάρχει και η λέξη στάλος = σκιερό μέρος που κάθονται τα πρόβατα το μεσημέρι, και ρήμα σταλίζω. Καμμία σχέση, όμως.
@vrastaman
Κι εγώ το σκέφτηκα αυτό με το στάζω. Αν είναι σωστή η υπόθεση, θα σήμαινε ότι το σταλό δεν είναι τσιγγάνικης προέλευσης. Πράγμα που θα εξηγούσε γιατί δεν προκύπτει στα τσιγγάνικα λεξικά. Όλα αυτά καλά ακούγονται αλλά κρατώ μια επιφύλαξη α) γιατί μπορεί να έχει καταγραφεί ως τσιγγάνικο και απλώς να μην το βρίσκουμε και β) διότι ο iwn μπορεί να ξέρει κάτι παραπάνω από αυτά που έχει γράψει.
@hodjas
Τeşekkür ederim!
Ασφαλώς και είναι το τρακάρισμα. Και, κατ' ακρίβεια, είναι το τρακάρισμα με φόρα - το κάρφωμα. Δεν χρησιμοποιείς το ρήμα στουκάρω αν δεν υπάρχει βίαιη πρόσκρουση πάνω σε κάτι - αμάξι, δέντρο, τοίχο (όπως στο παράδειγμα). Όπως έχει ήδη επισημανθεί σε άλλα σχόλια, η απλή πτώση χωρίς πρόσκρουση καλύπτεται από τη χύμα, τη σαβούρδα και τα συναφή.
@iwn
Έχεις κάποια παραπομπή σε κείμενο με αυτή τη λέξη; Δεν την βρίσκω στο νέτι και δεν την βρίσκω σε λεξικά ρομανί.
Ομολογώ ότι πρώτη φορά τη συναντώ τη λέξη. Χρησιμοποιείται ευρέως;
Τι σχέση έχει με τα σκυλοτράγουδα;
Θα βοηθούσε αν υπήρχε ένα παράδειγμα τέτοιου τραγουδιού - γιατί, δεν φαντάζομαι ο Μάγκας του Βοτανικού του Ζαγοραίου στο τρίτο κλιπ να ανήκει σε αυτή την κατηγορία.