Ο Λάκης (Μάκης, κ.λπ) το καλό παιδί
και τ΄άξιο παληκάρι
γαϊδάρου κώλο εφίλησε
και πήρε ένα δεκάρι
Και το δεκάρι τό ΄δωσε
κι αγόρασε ένα φέσι
και τό ΄βαλε στο γκώλο του
να μη μπορεί να χέσει
Δύο: είναι «πρότυπη»
Άφεριμ, μου έφυγε ένα βάρος.
Γράφεται «καυλόσπυρο» αλλά προφέρεται και «γκαφλόσπυρο».
Είναι καυλί ή καβλί; Ποιός το ξέρει να το πει;
Επίσης, πιο κωδικοποιημένα: Το(ν) δάγκωσα.
Πρβλ. λήμμα αιδοίο το οδοντοφόρο-δαγκανόμουνο-vagina dentata
Το επόμενο χρονικό ορόσημο μετά την παρέλαση, είναι η γαλοπούλα. Αν δε προλάβει να πετάξει και αετό, μιλάμε για σούπερ-πετυχημένο καταξιωμένο «σερ» προπονητή.
Στός. Γλώσεψα τη μπέρδα μου. Μια διόρθωση πληζ, μοντεράτωρα.
Παράδειγμα: Πούσθη, θα σε τσακίσω. Τη χτύπησα αλλά δεν την άκουσα, το παλιόπραγμα που μου ΄δωσες.
Εκτός του ότι είναι αυτός που στρώνει, πρέπει να φορά και παντελόνι που τσακίζει.
Ο εφοδεύων μπορεί συχνά να αναφέρεται και ως «ο αφοδεύων».
Εσχάτως η ΑΕΚ, πιστή στις παραδόσεις, απέκτησε τον ποδοσφαιριστή Ολίβιε Ενσιαμπαμφούμου (Olivier N'Siabamfumu).
Το λήμμα προέρχεται από το τουρκ. ulufe, που σημαίνει μισθός. Απέκτησε την αρνητική σημασία του από τους μισθοφόρους του τουρκικού στρατού, που το μόνο μέλημα τους ήταν ο «ουλουφές» (μισθός) τους.
Έρικ Ραμπεσαντρατανά = Σε αντρικά πτερά, μάνα.
Μια φορά, ο Superman έγραψε σε ένα τοίχο:
Ο Spiderman είναι μαλάκας
Και ο Spiderman απάντησε:
O Superman είναι o Clark Kent
Στάτης <Statis> προφέρεται ο Στάθης από τους δίγλωσσους (ελληνο-σλαβόφωνους) της Δυτ. Μακεδονίας, εξ ου και Στάτιστα (από την εκκλησιά του Αγ. Ευσταθίου που υπήρχε στο χωριό.)
Οι μπάλες όταν και αν τις αγγίξει η πολυπόθητη γράμμωση, μετονομάζονται σε φέτες;
Παραλλαγή του ανωτέρω ανεκδοτακίου:
Πρόεδρος: Μάρτυς, εσείς τους είδατε να συνουσιάζονται;
Μάρτυρας: Ναι κ. πρόεδρε. Συνουσιάζονταν, συνουσιάζονταν, και στο τέλος τη γάμησε κιόλας!
Έγραψε. Επίσης, να μη συγχέεται με το «γαμισάμπλ» όταν το τελευταίο χρησιμοποιείται ως «είχε ένα στυλάκι πολύ γαμισάμπλ», δηλαδή στυλάκι «γάμησε τα κι άφησε τα» ή άστα να πάνε (ή άστα βράστα).
Να υποθέσω ότι το χρονικό ορόσημο για να θεωρηθεί μια γυναίκα γαμήσιμη είναι η ανάπτυξη πλήρους οδοντοφυίας;
A, ναι, μπορούσα να το βάλω και σε italics. Ενιγουέι, θενκς.
Αν μου επιτρέπεται, θα ήθελα να επισημάνω προς τον μοντεράτορα, ότι ο αναγραμματισμός «αδρεφάκι» είχε γίνει α βολοντέ, για να αποδώσει πιο πιστά το γνήσιο, αυθόρμητο και ακατέργαστο γλωσσικό ένστικτο του εν λόγω αθλητικογράφου.
Ξέχασα να συμπεριλάβω τη φλογέρα, το φλικ-φλακ και την κινέζικη βεντάλια.
Επίσης: Μπερδεύω τη βούρτσα με όλα τα εις -ούτσα.
Νομίζω ότι αξίζει να γίνει μια εννοιολογική διάκριση μεταξύ των λημμάτων «Τομπούλογλου» και «εξαφανιζόλ», κυρίως προς χάρη των αλλοδαπών σλανγκιστών ώστε να γίνουν αντιληπτές οι λεπτές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των λημμάτων αυτών.
Π.χ., Κατά τη διάρκεια παθιάρικου, κολασμένου εφηβικού σεξ εν κρυπτώ στον αχυρώνα (λέμε τώρα), θα ακούγαμε (ασθμαίνοντας):
- Ωχ! Ήρθε η μάνα μου! Εξαφανιζόλ! ή
- Ωχ! -//- -//- Τομπούλογλου!
Επαναλαμβάνω, είναι επιτακτική η αποσαφήνιση των δυο εννοιών, προς αποφυγή παρεξηγήσεων (και αγαμησίας) που μπορεί να προκαλέσει η σύγχυση τους.
Στην ορολογία του Ε.Σ., έτσι χαρακτηρίζεται ο βραχύσωμος σπασαρχίδης ΕΜΘ Λοχίας.
Το μουνί τ΄αλλήθωρο
πήρε τον κατήφορο
Πήγε ο μπούτζος να το φέρει
κι έκανε ένα καλοκαίρι