Η αποχή από τη δουλειά ενώ είναι ώρα εργασίας - να μην κάνεις τίποτα παραγωγικό.

- Καλά, προσέλαβες αυτό το άτομο στην εταιρεία σου; Αυτός το μόνο που ξέρει είναι να το ρίχνει στη λούφα!

Βλ. και σχετικά λήμματα Λούφεν Τούφεν, λούφινγκ, φιδιάζω, ξύνω και ξυσαρχίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
acg

Αυτος δε που λουφαρει λεγεται λουφαδορος και ενιοτε loufatheur (λουφαδέρ - με γαλλικη προφορα παρακαλω).

#2
jesus

στα τρέχοντα γαλλικά όπου έχει th βάζουνε z κ γελάνε με την πάρτη τους που δεν μπορούνε να πούνε το δ
πχ, in ze box (από διαφήμιση στο μετρό)

#3
allivegp

Το λήμμα προέρχεται από το τουρκ. ulufe, που σημαίνει μισθός. Απέκτησε την αρνητική σημασία του από τους μισθοφόρους του τουρκικού στρατού, που το μόνο μέλημα τους ήταν ο «ουλουφές» (μισθός) τους.

#4
selpa

Το Λιντλ-Σκοττ έχει το (Ομηρικό) λήμμα «λωφάω» με την έννοια του ξεκουράζομαι.

#5
Vrastaman

Έλα ρε! Η τελευταία λέξη που περίμενα να έχει αρχαίες ρίζες!

#6
patsis

Μάλλον κι ο Αχιλλέας λώφαε τόσο καιρό και παραλίγο να χάσουν τον πόλεμο οι Δαναοί (μην πιστεύετε σε θυμούς και μαλώματα και τέτοια)...

#7
SABRINA

η κομπλεξικη αγωνια ανθρωπων που ανηκουν σε απιθανα βαλκανικα εθνολογικα μιγματα και ιστορικα καταλοιπα πολιτιστικου μαρασμου και αποσυνθεσης τους κανει να παριστανους τους «λογιους» και να (εφ)ευρισκουν «ελληνικες» καταγωγες σε πολλες γνησιωτατες Τουρκικες,Αλβανικες κλπ λεξεις, φυσικα με την ευγενικη καθοδηγηση και χορηγια της εξουσιας.