Κατά το Μεσαίωνα το σκόρδο θεωρείτο αφροδισιακό, γι' αυτό ίσως.
Αρκετά παλιό. Έχει σίγουρα καταγραφεί από τον Νίκο Σαραντάκο (μηχανικό και Άγγλο φιλόλογο, θα 'πρεπε να είναι και slangista) στο βιβλίο του «Μετά την αποψίλωση», 1987.
@ patsis
Σωστόστ. Οι ...νύφες του Θερμαϊκού έχουν απωλέσει την πρωτοκαθεδρία τους προ πολλού.
Μόνο σε πολύ μερακλίδικες μπουγατσερί θα βρεις πλλέον μπουγάτσα σκέτη. Και μόνο απ' τα Τέμπη κι απάν'.
Να πούμε εδώ και για τη Χανιώτικη μπουγάτσα, μόνο με τυρί, αλλά σερβιρισμένη με ζάχαρη - ποίηση! Υπάρχει ακόμη, ή μας τέλειωσε κι αυτή;
Α, ρε Πλάτη Ορεστιάδας!
«Κάλλιο τρένο να σε πατήσει, παρά Γκάτζος να σε γαμήσει» έλεγε ο Αλχίας μου, πρώτος τύπος...
...και ασκεπής και αστίλβωτος, και παντελώς αδιευθέτητος.
Σάσα'ς πίκτσουρ, μι λάικ βέρι. Γιου ντάιντ ας ιν δε χαντ-σουίτενερ...
@Gatzman: Σερ γιες, σερ! lolz @ «Snooze»!
Πώς βρίζεις έτσι, κοπέλα μου, κορίτσ' πράμα; (Για το παράδειγμα λέω.)
Σοβαρά τώρα, ενίοτε παρατηρείται και ο σύντομος τύπος «θα μου κλάσεις τη μάντρα» (τ' αρχίδια ...εννοούνται).
Αυτό δεν το γνώριζα. Πάρα πολύ ωραίο. Πολύ με αρέσει μέσα εδώ, μπρε!
@ Bubis:
«Καϊνάρ», δηλαδή «ψημένο», ε;
Και λίγη ιστορία:
Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Μπάρακ (1999 - 2001) γεννήθηκε Εχούντ Μπρογκ. Αυτονομάστηκε «Μπάρακ» (κεραυνός) στην αρχή της στρατιωτικής καριέρας του το 1959. Αποστρατεύτηκε ως υποστράτηγος το 1995.
Υπάρχει και εβραϊκό «barak», που όμως σημαίνει «αστραπή» ή «κεραυνός» και άρα είναι άσχετο με το θέμα μας. Το αραβικό «barak» και το εβραϊκό «baruch» σχετίζονται σίγουρα μεταξύ τους, ενώ και στα Σουαχίλι (!) υπάρχει αντίστοιχη ρίζα, με τη σημασία του «ευλογημένος» («ευλογία» για τα Σουαχίλι), οπότε σίγουρα είσαι σωστός, Μπούμπη μου. Θεώρησα, ωστόσο, ότι ως «μπερεκέτι» μας ήρθε από την τουρκική, και όχι απευθείας από τα αραβικά ή αλλού, μια και η μορφή και κατάληξή του ομοιάζει του τουρκικού τύπου.
Ευχαριστώ. Προέβην.
Φίλος είμαι, χρωμόσωμα ΧΥ. Σε ευχαριστώ για το heads up, είχα την (αφελή) εντύπωση πως όσα λήμματα είναι καταχωρημένα στο δημόσιο πρόχειρο έχουν περάσει από έλεγχο/μοδερέισον, και είναι free for all. Την πάτησα σαν μ**άκας. Τί κάνω τώρα;
Δεν καταλαβαίνω. ;
Τί να σου πω; Δεν μ' αρέσει. Πολύ χαρούλικο και ναζιάρικο με φαίνεται, μπρε. Θέλει λλλλλ ο λλλλαός.
Ήδη στον ορισμό έγραψα «το λλέμε πολλύ», εννοώντας το βαρύ λλάμδα του Βορρά. (Έτσι στέλνω και μηνύματα σε φίλους όταν είμαι Θεσσαλλονίκη ή Καβάλλα, χε χε...) Συμφωνώ με την πρόταση για δύο «λ» όπου κανονικά ένα, και για τρία όπου κανονικά είναι δύο. Το παρεστιγμένο που αναφέρθηκε πιο πάνω, καλό και αυτό. Στο φωνητικό αλφάβητο, χρησιμοποιούμε το «:» για να δηλώσουμε τα μεγάλα σε διάρκεια φωνήεντα, ίσως μπορούμε να το κάνουμε και με το λάμδα αυτό, όπως: «χαλ:αρά, φιλ:αράκι», άλλωστε δεν είναι και πολλές οι λέξεις με τελικό «λ». Οπτικά όμως το αποτέλεσμα δεν με ικανοποιεί τόσο όσο τα πολλλά λλάμδα: Χαλλαρά...
Θενξ, γκάιζ. Ιτ μινζ ε λοτ, γιου νόου;
Η αίσθηση του χιούμορ είναι ενσωματωμένη στο χρωμόσωμα Υ, γιατί.
Ωραίος ο ορισμός, μπράβο μπρε.
Ως προς την ετυμολογία έχω μια (τοσοδούλα) ένσταση, καθ' ότι τη λέξη «ανηψούλα» (καινούρια ή παλιά, μία ή πολλές) τη χρησιμοποιούσαμε πολύ πριν τη διαφήμιση που λες.
Θαρρώ πως είναι από τα τουρκικά kaynar «βραστός» ή «πράγμα που βράζει, που κοχλάζει». Αυτό εξηγεί και τον άλλο ορισμό τον Μυτιληνέικο, του αφεψήματος, όπως επίσης και τη σημασία του ευρήματος, του ...τεφαρικίου. Συνάντησα επίσης και τον ορισμό «ωραία γυναίκα, αλλά απρόσιτη», και ακόμη (σαρκαστικά) και τον αντίθετο «στραβοκάνα και ασχημομούρα».
Stuff εννοείς.
Δεν ήταν στη Συμμορία, στη Ρεβάνς ήταν...
Θα συμφωνήσω με τον jim, στα τέσσερα είναι ευκολότερο να παρατηρηθεί το φαινόμενο. Θέλει όμως να είσαι ώρα μες στο κουτί, και μπόλικο ...χυμό. Γεια σας!
acg:
Και εγώ έτσι το γνωρίζω, «της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε». Ανέβασέ τον εσύ τον ορισμό.
«Τον παίρνω», ναι, σημαίνει «αρπάζω καμιά ψ*λή πού και πού», όπως «Καλά, δεν ήξερα ότι η Ρένα τον παίρνει». Αλλά «παίρνω τον πούλο» το έχω ακούσει μόνο ως «φεύγω/την κάνω» ή ως «πίκρα/ήττα».
Ενεργοποίησε ρε ντερβίση τον ορθογράφο, μας έβγαλες τα μάτια!!
Ελαφρώς παραλλαγμένο συναντάται και στον Μ. Καραγάτση: λέει κάπου πως (οι τρεις της παρέας) ήπιαν πολύ και «σύντομα γίνανε τούντζι απαξάπαντες».