Και πετάγομαι σαν την τσουτσού/ψωλή του κόκορα.
Δυστυχώς δέν είναι η πρώτη φορά, ούτε και η τελευταία, που επισκέπτης του σλάνγκ τζι άρ δέν πιάνει την ειρωνεία πίσω απ' τα γραφόμενα.
Φίλε η φίλη χόμερ, άν αντέξεις καναδυό γερές γύρες ακόμη στο σάιτ, θα πειστείς οτι ο Χάν κάθε άλλο παρά υποστηρίζει την παρετυμολόγηση απ' το οικτίρω. Μπορείς να ξεκινήσεις κλικάροντας το λίνκ «γλωσσολόγοι», που ήδη δίνεται στον επάνω ορισμό.
Και καλωσήρθες.
Ορθός. Απαραίτητο βέβαια σ' αυτήν την περίπτωση η παρέα να την σηκώνει την πλάκα.
Παρεμπιπτό, απο φυλλάδιο του προξενικού τμήματος με οδηγίες για τουρίστες: «Η πρεσβεία της ρωσικής ομοσπονδίας προειδοποιεί - τα πουστοαστεία προξενούν σωματικές βλάβες».
Πλάκα κάνεις; εννοείται... Εμείς εδώ ειμαστε σοβαροί και συγκεκριμένοι άνθρωποι, ούτ' η Βικιπαίδεια...
«Στο κατάλληλο κόνσεπτ βγάζει ραφινάτο χιούμορ (λέμε τώρα!) και όλιγον από υποσκάπτουσα ομοφυλοφιλία.» Δές και πουστοαστεία.
Δές και εδώ.
Δηλαδή το ντώνω είν' αντίθετο του τεντώνω;... Σά να λέμε, τεντώνω < δεντώνω** < *δέν ντώνω;...
Αυτό που λέει πάνω-πάνω ο Χάνκ, τ' ακούω συχνά ως αλλού γι' αλλού.
Είναι πάντως παλιά φάση, τη θυμάμαι στο σχολείο μου τέλη Ογδόντα.
(άντε, γιατ' είχε παρανέβει το επίπεδο)
Ουδέν καυλόν αμπηγές κωλιού.
Όπα, τόσο στα πρόχειρα το έψαχνα επάνω, που το έψαχνα ανορθόγραφα. Φυσικά και χρησιμοποιείται ο τύπος βιτζιλάντηδες λοιπόν.
Καλό θα ήταν, αφού λέγεται. Το ενδιαφέρον είναι οτι, που το ψάχνω ονλάιν στα πρόχειρα, το βρίσκω στον πληθυντικό ως βιτζιλάντες, και όχι βιτζιλάντηδες.
Αλλα θά 'θελα προσωπικά να τ' ανέβαζε κάνας νομομαθής: πώς σκατά τους λέμε στα ελληνικά;!... Τα τύπου αυτόκλητος προστάτης του νόμου είναι μακρινάρια και τα κομιξίστικα τύπου τιμωρός δέ 'ν' το ίδιο. Ίσως φταίει οτι οι βιτζιλάντηδες δέν ευδοκιμούν στην έννομη ελλάδα;...
Σε ηλειακό γλωσσάρι το βρίσκω και με την κοντινή σημασία «διακρίνω».
Για να κλείσω ο ίδιος το μεταφραστικό μόουντ που είχα ανοίξει επάνω, σε τυπικά ελληνικά (απ' όσο μπορώ να σκεφτώ) δέν παίζει τέτοιο επίθημα, οπότε η καλύτερη επιλογή είναι και η στάνταρ, δηλαδή να ουσιαστικοποιείς απλά τη μετοχή, παίρνοντας έτσι ουδέτερο όνομα: το πεπερασμένο του συνόλου (< πεπερασμένο σύνολο) και όχι ξερωγώ η *πεπερασμενότητα του συνόλου, και ανάλογα, σε τυπικά ελληνικά πάντοτε, το χαριτωμένο της καυλίτσας (< χαριτωμένη καυλίτσα), το κατεστραμμένο του αρπιτζά (< κατεστραμμένος αρπιτζάς) και λοιπά.
Μέχρι κι' ο Χίτλερ είχε χούμορ, δέν θά 'χει ο ελληναράς ελληνάρας, κι' απόγονος του Καραγκιόζη, διεστραμμένη αίσθηση του αυτοσαρκασμού; Έλα τώρα...
Εδεδιορθώθηκεν.
Γνωστό το πρόβλημα γαμώτ', και λύνεται μόνο με πατέντες. Το θέμα είναι οτι τώρα δέν υπάρχουν καί τα δύο λήμματα στον κατάλογο (μικρή η ζημιά σχετικά), αλλα υπάρχουν τουλάχιστον ξεχωριστά στην αναζήτηση.
Τέ'ς πά', τεχνικούρες.
Πώς πήγαινε εκείνο το ποίμα του Κούντερα για τη ροχάλα πάνω στο άγαλμα της Αφροδίτης;... Ή πώς πήγαινε εκείνη η ωραία ανάλυση του Μάμφορντ για την διακόσμηση των εργαλείων;
Οι κλειδιές είναι απλά ενας κάφρικος αλλ' αποτελεσματικός τρόπος να ξεμπροστιάζεις την περιρρέουσα φετιχίλα. Ένας γάιδαρος αλα στρίτ πάνθερς, είναι πολύ πιθανό να κρατήσει το αυτοκόλλητο στο αμάξι καυχητικά, για παράσημο, να το δείχνει στη γαϊδαροπαρέα του να γκαρίζουνε μαζί· η κλειδιά ομως θα τον κάνει να χάσει τον ύπνο του. Κάτι 'ναι κι' αυτό. (Και χωρίς να του στερήσει τη λειτουργικότητα του αυτοκινήτου στο ελάχιστο! σιγά την «καταστροφή» δηλαδή...)
Το δίμιτο απ' το μίτος (κλωστή, νήμα), δές και Κριαρά.
(Ού ρε ύπουλε τύπε...)
Όκ κέικ, τα ευρήματα ενεσωματώθησαν κατα τας διαταγάς σας.
Αυτό που λές για το γένος, έχεις παραδείγματα απο άλλες τούρκικες λέξεις σε -ır που να έχουμε πάρει; Και τί γένος έχει αυτό το πράμα στα τούρκικα (έχουν γένη, δέν έχουν;)...
Μάλιστα, τσατίρα δέν το έχω ακούσει ποτέ. Τέ'ς πά', ενδιαφέρος πάλι ο δεινός...
Και σατίρα, έτσι το ξέρω απο παλιούς χασάπηδες. Υπάρχει και ονλάιν:
Νομίζω ότι πλέον πρέπει να αντικατασταθεί το μαχαίρι με έναν μπαλτά ή μια σατίρα. Να μην φτάνει στο κόκκαλο. Απλά να το κόβει τελείως.
σατίρα = το εργαλείο που ο χασάπης κόβει τα χοντρά κόκκαλα, βαρύ και αποτελεσματικό. (εδώ)
Όχι ποδανά, εσκεμμένο σαρδάμ τύπου «τηγάνες πατατητές».