κοκιέβω redirects to κοκιεύω.

Σημαίνει: σημαδεύω. Στον αόριστο: εκόκιεψε.

Εκόκιεψε καλά και το πέτυχε στο φτερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Τοπικοί ιδιωματισμοί από πού;

#2
leonpanos

απο leopanos οι τοπικοί ιδιωματισμοί είναι κυρίως από τα αρβανιτοχώρια μεσσηνίας (Δώριο, Άνω Δώριο, Ψάρι, κόκλα, χαλικιά, κούβελα, κ.α καθώς και σκόρπιους αρβανίτες στη περιοχή σε λοιπά χωριά)

#3
vikar

Σε ηλειακό γλωσσάρι το βρίσκω και με την κοντινή σημασία «διακρίνω».

#4
leonpanos

ευχαριστω το βρηκα, ενδιαφερουσα προσπαθεια εκει, απο νέα παιδια, η κάθε λέξη μπορεί να έχει περισσότερες εννοιες απο εκείνες που δίνει εκει, χωρίς παραδείγματα δε μπορεί να καταλάβει κάποιος την έννοια της λέξης, γνωρίζω πολλές με παραδείγματα, θα βάλω μερικές και εδω