Να μοιραστώ εδώ τη δικιά μου αυθόρμητη κατανόηση της φράσης: τσαρούχι ή παπούτσι, όπως μετά απο πορεία σε λασπωμένους δρόμους (ειδικά τα παλιά τα χρόνια). Η αίσθηση στο στόμα είν' η ίδια. Όποιος ξέρει απο ξενύχτια, τσιγάρα, ποτά και λοιπά κυριαζίδικα, νομίζω τό 'χει αυτό.
Τα «μή λήμματα» τέτοιου τύπου, όπως γράφει ο αγαπητός Ντιές, καλύτερο να τα αφήνουμε ως έχουν, λέω, ώσπου να φτιαχτεί καποιος ειδικός χώρος ανάρτησης τέτοιων κειμένων. Ότι ανεβαίνει στο σάιτ δέν είναι λήμμα με τη λεξικογραφική έννοια, και κακώς προσπαθούμε να το στραμπουλήγουμε έτσι κι' αλλιώς για να χωρέσει στο σχήμα -εκτός κι' αν το επιθυμεί φυσικά ο εκάστοτε ανεβαστής. Άποψη.
Στην ουσία του πράγματος (η οποία με την ανασκευή του κειμένου κάπως θολώθηκε), η προέλευση του μπουζούκι απ' το bozorg αντί απ' το bozuk, φαίνεται όντως πειστικότερη --αλλα έτσι δεν γίνεται πάντα με τις ερμηνείες που βγάζουν νόημα; αυτές ειν' οι πιό πειστικές. Έχω λοιπόν ερώτημα προς κυρ-σαράντ, και κάθε άλλο ετυμολόγο καθέξιν: τί στατιστικές δίνει η εμπειρία; όποτε τίθεται κάν τέτοια διαφοροποίηση, ευσταθούν συχνότερα φωνολογικές συνδέσεις ή σημασιολογικές; (Κάποιος μάλιστα στην ευρύτερη πιάτσα τό 'χε απαντήσει αυτό, αλλα δέν θυμάμαι πού...)
Και Ντιές που καλωσήρθες σού 'παμε; θά 'ταν καλό να έμπαιναν εδώ παραδείγματα της αργκό σημασίας της λέξης, που είναι άφθονα και στο δίκτυο.
Η σημασία «κολλητσίδας» (που πρέπει να πώ, δέν τη συναντώ ιδιαίτερα) προφανώς κόλλησε στη λέξη λογοπαιχτικά ή και παρετυμολογικά, και γι' αυτό γράφεται συχνότατα και με δύο λάμδα.
Το χαβιάρι Βράστα παίζει όντως σε τέτοιες ειρωνείες, έχω ακούσει κι' εγώ (όχι σε Καραγκιόζη), το ερώτημά μου όμως είναι η γενική του, που είναι λίγο γλωσσοδέτης. Ή εγώ ειμ' ο τσιβδός;...
Χωρίς πλάκα, έχετε ακούσει κανένας το του χαβιαριού να λέγεται; (όχι γραμμένο)
(ναί μωρε, νά, θ' αρχίσει ο ένας περι «δεξιών της αριστερής τσέπης», θα πεταχτεί ο άλλος περι ομώνυμης τσέπης, και δέ συμμαζεύεται... πολιτικολογία της συμμετρίας... μαθηματικιλίκια δηλαδή...)
Αυτό δέ το «χαβιαριού» στο παράδειγμα, αναρωτιέμαι αν τό 'χει πεί ποτέ κανένας φωναχτά.
Ωραία κουβέντα. Και ταμάμ λήμμα για μαθηματικιλίκια απ' την άλλη...
Αυτά τα «μεταβατά» ρήματα, δηλαδή αμετάβατα που στην καθομιλουμένη και αργκό χρησιμοποιούνται μεταβατικά, θέλουνε λημματάκι. Άλλοτε χρησιμοποιούνται ειρωνικά (οπως εδώ), άλλοτε μπορεί να καλύπτουν και ελλείψεις της τυπικής γλώσσας αποφεύγοντας την περίφραση, άλλοτε μπορούν να χαρακτηριστούν και διαλεκτικά ή παροιμιακά ξερωγώ (όπως αυτό).
Το θέμα δέν είναι βέβαια καθαρά αργκοτικό. Τό 'χει πιάσει και ο κυρ-Σαράντ εδώ για το διαρρέω την είδηση. Τό 'χουμε ξαναπιάσει όμως κι' εδώ --πέρ' απ' τα λήμματα αυτού του τύπου δέιτε και σχόλιο του τζόν μπλάκ για παράδειγμα εδώ.
Ά, τα λέγαμε κι' εδώ.
Ποιά σκηνή ειναι αυτή με τον Κωνσταντάρα που ξυπνάει χανγκοβεριασμένος και λέει αυτό το πράμα ρε να πάρει;...
Άλλο διαδεδομένο παράκουσμα του στίχου είναι και η κούκλα:
Σε μιά στιγμή χορέψαμε όλοι μαζί, κάνοντας φοβερές φιγούρες. Απο τα αφτιά μου ένιωθα να αναβλύζει μπίρα, έρρεε γενναιόδωρα και πότιζε τα όργανα, όπως οι άλλοι έφτυναν χιλιάρικα. Αναγνώρισα την Ιτιά, και τον Καπετανάκη που είχε κούκλα το μουστάκι, κι' όλα αυτά τα παιδάκια τα καημένα στη γή στερεωμένα.
(Χ. Βακαλόπουλος, «Οι πτυχιούχοι», 1984)
Εντάξει, σ' αυτό που ανέβασε ο Βράστας, αυτά που παίζει ο τύπος δέν τα λές ριφάκια. Γεμίσματα τα λές (fills οπως λέει κι' ο ίδιος), βασισμένα εδώ στη μελωδία της φωνής.
Ακόρντο σκέψου είναι στατικό πράμα, γκράνγκα-γκρούνγκα παίζεις συνέχεια πεντέξι χορδές και πάει-τέλειωσε. Το ριφάκι εδώ στο συγκεκριμένο είναι μιά νοτούλα μετά την άλλη, στήνει μια φράση που επαναλαμβάνεται (ώσπου μπαίνει στο ρεφρέν ξερωγώ).
Βασικά, κάτσε να σ' τα πεί ο τζίζας καλύτερα.
Ά και το άλλο κλασικό, και προστιγμήν νόμιζα δέν τό 'χαμε.
Τρίχες και ανδροπρέπεια, μεγάλο θέμα. Θα σήκωνε και μάζεμα. Θα σε βάλει να ξυρίσεις και μουστάκι, ντούγκλα, μαλλιαρόκωλος, χώρια η ετυμολογία του βαρβάτος... Και χώρια φυσικά οι τριχοφοβικές αντιδράσεις...
Καλωσήρθες Ντί Ές, ωραίος. (Ή ωραία, δέ ξέρω.)
Γιά τώρα;
Όσο για τον ορισμό, ντάξ. Άν τό 'χει κάνας άλλος καλύτερα άς ρίξει, αλλιώς το ξαναπιάνω όποτε.
Εγώ πάντως λέω, άμα η γκόμενα έχει ωραία στίχια, και μουσικώνεται και στιχώνει.
Εγώ πάντως δηλώνω ρεφορμιστής αναρχοσαλλονικιός, και γλιτώνω και την αντίφαση που εντόπισε ο Βράστας.
[μιά ζωή ασοβάρευτες μερικές-μερικές...]
Είσαι τρόλ κύριε. Διασπάς τη συνοχή του σχολιασμού με τον ίδιο τρόπο που κάποιος καυλοπιτσιρικάς θα διασπούσε τη συνοχή του χαβαλέ στο μπαράκι -ας πούμε για να παίξει με το κινητό του -λέμε τώρα, παράδειγμα...
Όχι βρ' αδερφέ, σάμπως κι' εγώ ξέρω;... Έτσι αυθόρμητα το είπα.