Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.

Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).

Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).

Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com

Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Είναι παρήγορο που ο σλανγκικός ορισμός («κολιτσίδα») επικράτησε και ο δόκιμος («οδηγός») σώζεται μόνο στην παροιμία. Το λέει και ο Νόμος του Ζμπούτσαμ: οι σλανγκ ορισμοί εκτοπίζουν τους δόκιμους.

#2
vikar

Η σημασία «κολλητσίδας» (που πρέπει να πώ, δέν τη συναντώ ιδιαίτερα) προφανώς κόλλησε στη λέξη λογοπαιχτικά ή και παρετυμολογικά, και γι' αυτό γράφεται συχνότατα και με δύο λάμδα.

#3
vikar

Και Ντιές που καλωσήρθες σού 'παμε; θά 'ταν καλό να έμπαιναν εδώ παραδείγματα της αργκό σημασίας της λέξης, που είναι άφθονα και στο δίκτυο.