Ωραίο. Και θά 'λεγα οτι πρόκειται για προφανή παραφθορά του σιμσιλέ, σεμσελέ.
Μπράβο ρε! Γαμάτη.
Μ' αφορμή το τελευταίο παράδειγμα, να πούμε οτι υπάρχει και πιό ειδική αλλα εδραιωμένη σημασία, που ίσως ν' άξιζε και καταχώριση απο μόνη της (πρι δέκα-δεκαπέντε χρόνια στάνταρ λεγόταν πολύ στη Θεσσαλονίκη), η οποία είναι ακριβώς το «πόγκο, χτύπημα». Δηλαδή, σε πανκορόκ συναυλίες στα νιάτα μου θ' άκουγες συχνότατα ατάκες τύπου μαλάκες, όπως είμαστε έχουμε μπεί στον πανικό, εννοώντας «πάμε εκεί που κάνουν πόγκο» (συνήθως μπροστά στην σκηνή, αλλα όχι πάντα). (Στο συγκεκριμένο παράδειγμα που δίνεις βέβαια δέν σημαίνει αυτό, απλά μου το θύμισε.)
Ε όχι ρε Χότζα, ένα διάλειμμα είπαμε να κάνουμε απ' τας επιστήμας και μας φορτώνεις τύψεις στεγνά να πούμε;... Άι σικανανίνα, αλήτη...
Γερμανιδάκι μου παραπονιότανε προχθές για τρελές ελληνιές σε μιά μετάφραση του «Τρίτου στεφανιού».
Το κλαπανάρας το έμαθα απο έναν φίλο λαρισαίο.
Τα σιακάτω και σιαπέρα που λέει ο τσντίνος, ακούγονται και σε παραθεσσαλονίκεια χωριά, και προφέρονται shακάτ' και shαπέρα αντίστοιχα.
Σόι όπως λέμε σόι, ή καμιά φορά και σόι (επίσης, και σόι). :-Ρ
Ο Μπαμπινιώτης (βήτα έκδοση) έχει καταγράψει μόνο το μιλέτι, με τον εξής ορισμό:> 1. ΙΣΤ. (στην πολεθνική οθωμανική αυτοκρατορία) αυτόνομη, αυτοδιοικούμενη θρησκευτική κοινότητα, οργανωμένη με δικούς της νόμους και με επικεφαλής τον δικό της θρησκευτικό ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος ενώπιον της κεντρικής διοίκησης για την εκπλήρωση των καθηκόντων και υποχρεώσεων των μελών της κοινότητάς του και ειδικότερα του καθήκοντος της πληρωμής των φόρων και της διατήρησης της εσωτερικής ασφάλειας: Ρουμ μιλέτι (το μιλέτι των Ρωμιών, δηλαδή των ορθόδοξων χριστιανών) 2. ΘΡΗΣΚ. (σύμφωνα με το Κοράνιο) η θρησκεία που κήρυξαν ο Αβραάμ και οι άλλοι προφήτες.
[ETYM. < τουρκ. millet < αραβ. millet «έθνος»].
Μ' αφορμή και το σχόλιο της ιρονίκ, να πώ οτι προσωπικά, ακριβώς, το έχω να σημαίνει «σόι», με υποτιμητικό φορτίο. Ας πούμε, το γαμώ το μελέτι σου στέκει χαλαρότατα.
Στα νότια ακούγεται η λέξη αλήθεια;
Στα ονλάιν λεξικά του Κόμβου βρίσκω μόνο το μιλέτι (στην Αναστασιάδη-Συμεωνίδη). Αυτό το -jέτι συγκεκριμένα σάν κατάληξη, σε ιδιωματική προφορά μου φέρνει.
Σωστός. Εγώ όντως το ακούω και λέω πάντα μελέτι. Το οποίο συνήθως είναι «άτιμο», αλλα μπορεί να είναι και «περίεργο» ας πούμε, ή και άλλα επίθετα που χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη κατακόρον.
Αυτά παθαίνεις αν δεν παίρνεις προφυλάξεις.
Είδος της συνομοταξίας «γίνομαι πρώτος κι' άμα αρχίσω να κατεβαίνω θέσεις την κάνω και μή μ' είδατε».
Δέ ξέρω, να δούμε τι θα μας πούν ιρονίκ και κνάσος, οι εντεταλμένοι συνωμοσιολόγοι του σάιτ. :-Ρ
Το λήμμα στον τύπο.
Νά 'ναι καλά οι ελληνικές ταινίες, το παπίρεν ακούγεται κι' απο νεότερους γι' αστείο.
Οι δέ γερμανοί πανεπιστημιακοί, έχουν επίσης υιοθετήσει το αγγλικό paper για τη δημοσίευση.
Άσε μας μωρέ με τον Γκάτζμαν να πούμε, τη ντίβα... Που μας την έχει δεί μόνο σχόλια και δουπού εδώ και κάνα χρόνο... :-Ρ Ούτ' ο ατσεγκές δεν τα κάνει αυτά...
Να λινκάρουμε και στο ιστολόι του σχετικά.
Τέτοια αστειάκια τύπου εξτρίμ-σεξτρίμ τα έχουμε πιάσει κάπως γενικά στα σχόλια του πρωκτο-. Νομίζω ακόμη οτι αξίζουν δικό τους λήμμα-ομπρέλα πλάκα-πλάκα. Γκάτζμαν, αναλαμβάνεις;
Έχουμε ήδη αρκετές καταγραμμένες εκφράσεις που συντάσσονται με το παθαίνω, και μπορώ να πώ οτι έχει ενδιαφέρον γενικά το τί παθαίνει ο έλληνας...
Μουχουσού, έχουμε τουλάχιστον το λαλά.
Απ' αυτά που παθαίνει κανείς και ζαλίζεται, το αγαπημένο μου είναι το ψυχικό περαδώθε: και έχει σκάσει η γκόμενα με μίνι ώς το τατουάζ μαλάκα, και έχω πάθει ψυχικό περαδώθε σε μιλάω, με μαζεύανε...
Ιρονίκ, ποιά σύνταξη ακριβώς εννοείς;... (Δέν βλέπω κάτι το αργκοτικό στην πρόταση, χάνω κάτι;...)
(Ά, τό 'σωσες, γράφαμε μαζί... :-Ρ)
Υποθέτω θά 'χει ας πούμε σχέση μ' όλα τα πού-πώς-πότε και λοιπά...
Όπα, το πάω για ενδοσυζήτηση πάλι, οπότε τ' αφήνω... :-)
Θένξ για τη μόρφωση παιδιά. Εδώ στο Λίντελ-Σκότ.
Ξέρει κανείς αν επιβιώνει κάπου αυτό το πή σε σημερινά ελληνικά; σε καμιά σύνθετη ξερωγώ;...
Το 6 είναι λίγο σόλοικο ρε σύ. Στο παράδειγμα χρησιμοποιείται απλώς ειρωνικά, ενώ στην κυριολεξία σημαίνει φτιάχνω τη διάθεση κάποιου.