Είσαι θεός τελεία.
(Αλλα κι' αυτός ο χριστιανός, πού βρήκε να βάλει το ενωτικό ρε παιδί μου...)
Βράστα είσαι θεός (για τη φωτό λέω).
Όντως...
Πάτσι, είναι η δεύτερη φορά που με λές ζώον και ψωροπερήφανο, κι' αυτήν τη φορά δημόσια. Δέν θα σε συγχωρώ για πάντα, να το ξέρεις...
:-Ρ
Κι' εγώ συμφωνώ με έλεκτρον και Γκάτζ για την προέλευση.
Αλλα γουστάρω πολύ το «πρόφ» στον ορισμό. :-Ρ Θυμίζει το «προφανώς» στα μαθηματικά, που μόνο προφανώς δεν είναι, αλλα συνηθέστατα ασφαλής ένδειξη τρύπας. Τρελό δείγμα της γλωσσικής ανεντιμότητας που διέπει τους σημερινούς μαθηματικούς, κι' ας το σατιρίζουν και οι ίδιοι.
[λές να μου την πεί πάλι η Μές για ξιναδούρες;... μπά, όλοι χεσμένους τους έχουν τους μαθηματικούς... πού ενας μαθηματικός, πού το δεσποινάκι...]
Αυτούς τους τύπους πάντως, τους μαθηματικούς, με την ακριβή και αυστηρή τους επιστήμη, πρέπει κάποτε να τους ξεμπροστιάσουμε ρε γαμώτ', γιατι πολλά μας τά 'χουν πεί...
Μπαρντόν, έχεις δίκιο. Απλά, εντυπωσιάστηκα απ' το πόσο σκιντζής είναι στ' αλήθεια ο Φοίβος.
Το κατουρόκαυλες δέν τό 'χω ακούσει ποτέ πλακα-πλάκα. Πάντα έλεγα και άκουγα πρωινές καύλες ή απλά, και συνηθέστερα, πρωινές γι' αυτό το πράμα. Έχει πάντως πλάκα η λέξη, μιά και αποτυπώνει ετυμολογικά την εδραιωμένη αντίληψη για το γίν γιάνγκ που παίζει με τις πρωινές και το κατούρημα.
Και παρεμπιπτόντως, νά και ιδέες για το κατούρημα με πρωινές.
Ρε παιδιά, τί κακό, κάκιστο τραγούδι! Πάναγία μου. Πρώτη φορά το ακούω κανονικά. Και έχω πάθει πλάκα! Άντε μετά κατι τέτοια να τα χτυπήσεις με σάτιρα και καλά... Κααλά.
Και κρίμα στο κορίτσι ρε πούστη... Τέτοιο ξευτιλίκι.
Τέλος πάντων. Κρίση αφέλειας τέλος.
Σωστή!...
Η φωτό ρε αγκού μήπως πήγαινε για το φρικιό;...
Σωστός, προσετέθη.
Κι' αν ξέρει κανείς εδραιωμένο όρο για το φαινόμενο, πλίζ, πείτε· εγώ δέν βρήκα κάτι.
Τα σπάω εδώ, με την έννοια «τα κάνω γυαλιά-καρφιά», την πιό κυριολεκτική δηλαδή, και όχι με τις άλλες έ;
Φοβερό! Δέν τό 'χω ακούσει, αλλα πολύ πιο καθαρό απ' το λεγάς που είχα ακούσει παλιότερα. Ωραίος.
Παλιά κουβέντα και το ραμπαδόξυλο ή αραμπαδόξυλο, που παίζει ακόμη στο διαδίκτυο στο σχήμα αραμπαδόξυλο που σου χρειάζεται, αλλα χρησιμοποιεί πιχί και ο Άρης Αλεξάνδρου στο Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστό (5, ΙΙ): «Είναι μερικοί βλάκες που λίγο τους είναι να τους τραβήξεις τα μαλλιά· τους αξίζει ένα γερό ξύλο με το ραμπαδόξυλο».
Τί ακριβώς ήταν όμως το ραμπαδόξυλο; Εξάρτημα του αραμπά ή κάτι ανάλογο με το καμτσίκι;...
Η αλήθεια είναι οτι πολλά ειναι τα ονόματα που παίζουν αυτόν το ρόλο. Το τάκης το ακούω σε (εσωτερικά) εφαπτόμενό μου κύκλο, αλλα μπορείς ανταυτού να ακούσεις το πίπης, το λούλης και λοιπά. Υποκοριστικά δηλαδή, τα οποία χρησιμοποιούνται για να υποβιβάσουν αυτόν στον οποίο αναφέρεσαι.
Σά' να χρειάζεται γενικότερο λήμμα για όλ' αυτά.
Για όποιον ενδιαφέρεται να θυμηθεί, παραγοντοποίηση πολυώνυμου και παραγώγιση ή διαφόριση συνάρτησης στην αγγλική Γουικιπίντια. Η ολοκλήρωση συνάρτησης νοείται «αντίστροφη» της παραγώγισης.
Υπάρχει, αλλα δέν κολλάει εδώ. Είναι σάν να σου λέν, «μασά η κατσίκα ταραμά;» και ν' απαντάς μισοθυμώντας, «αμέ, και φτύνει και τα κοκόβια», τάκικη απάντηση δηλαδή...
Βέβαια, απ' το Χότζα μας που γράφει βιωματικά, δέν θα μας παραξένευε και μια τέτοια απάντηση... [γκχ-γκχ...]
Όντως, υπάρχει κι' αυτό, το οποίο ωστόσο προσωπικά δέν έχω ακούσει ποτέ.
Οι τσαλκάντζες, παρεμπιπτόντως, θα ενέπιπταν υποθέτω στα ποικίλματα (ή αποτζιατούρες), σε τυπικότερη ορολογία.
Πολύ ωραίο!
Ετυμολογικά, κάποιος που το 'χει; Έχει σχέση πιχί με το τούρκικο çalkantı (που απ' ότι κατάλαβα ονλάιν, σημαίνει κάτι σά' «στροβιλισμός»);
Εδώ που τα λέμε (για να σοβαρευτώ και λίγο), η αλλαγή γένους στην αργκό, ειδικά σε τέτοιες λέξεις, «οικείες» που λέει κι' ο Μπάμπης, δέν είναι και τίποτε περίεργο. Οπωσδήποτε εγώ δέν τό 'χω ακόυσει θυμάμαι ο γάρος.
Ψαγμένος ο Βράστας! :-Ρ
Α ναί ρε, σόρι. Όπως και η άλγεβρα στη μεσοπαθητική φωνή...
Το ξόανο το έλεγα και άκουγα απο πάντα ώς συνώνυμο του «μπάζου».