Είσαι και ρομαντικό για ξεκώλι. :-)
Έμ, δέν διαβάζεις την Εφημερίδα της Κυβέρνησης... Άλλαξαν τα πράματα (δές και την παλιά σχετική προφητεία).
(Κάτσε ρε χαλικούτης, κι' άμα είναι ο άλλος, ο τραβάτε με κι' ας κλαίω;...)
Αχά.
Πάντως, δέν θα το έλεγα τεχνικό όρο ακριβώς, αλλα φράση της ευρύτερης μηχανόβιας ζαργκόν. Όπως την τρύπα στα μαθηματικά· δέν την λές έτσι σε τυπικό ύφος (σε ένα πέιπερ ξερω 'γώ), αλλα όλοι μ' αυτήν παλεύουνε στην πιάτσα, και ως τέτοια την βρίζουν μέρα μπαίνει - μέρα βγαίνει. Οπωσδήποτε καταχωρίσιμο.
(Αλλα ρε Βράστα, καλά σε λέει ο άλλος σλανγκομπαμπά: γι' αυτό δεν είν' οι μπαμπάδες; να παίζουνε το ρόλο του σάκου του μπόξ οταν χρειαστεί; Νιώθω μιά ασφάλεια ενα πράμα... :-Δ)
Για κούρεμα της κακιάς ώρας έχω όντως ακούσει πολλές φορές το σάν κατσίκι σε κούρεψε (και όχι σαν πρόβατο πλάκα-πλάκα), αλλα δέν έχω ακούσει το σάν παρδαλό κατσίκι.
(Τα παρατάω... Βλέπω πράματα...)
(Όπ! Την είδαμε ήξεις αφήξεις ρε μοντουλοκατίνα του ελέους;... :-Ρ)
Μηχανόβιε και πάτσι, κατα τον ορισμό, ξύνω γόνατο (προσέξτε και την έλλειψη άρθρου) σημαίνει πολλά παραπάνω απο την κυριολεξία, και συγκεκριμένα, πολύ πιο εξειδικευμένα πράγματα: «καβαλάω μηχανή και γέρνω στις στροφές αρκετά ωστε να αγγίζει το γόνατο το οδόστρωμα». Δέν θα εκπλησσόμουν μάλιστα αν η φράση λεγόταν και καταχρηστικά, για κάποιον που γέρνει μέν, αλλα όχι τόσο ωστε να ακουμπήσει την άσφαλτο, παρα ένα τσίκ ξερω 'γώ πρίν.
Εφόσον η φράση κουβαλάει όλα αυτά τα υπονοούμενα, τότε σηκώνει καταχώριση. Δείτε και το ξύσιμο ας πούμε. Προφανώς, λέγεται έτσι επειδή κατα την περιγραφόμενη τεχνική ξύνεις κυριολεκτικά τη χορδή με την πένα. Αλλα άντε έλα πές μου κανείς οτι ο ορισμός εκεί είναι περιττός...
(Καλά ρε Βράστα, πόσα λέβελ αναγραμμάντης έχεις φτάσει ρ' αδερφέ; Να λέει ο άλλος «μηχανόβιος» και να μαντεύεις τ' όνομά του;...)
(Αμάν, τον βρικολακιάσαμε για τα καλά τον κυρ-Τζάρτζανο...)
Πατερημή (θηλυκό) λένε και το μικρό, συνήθως ασημένιο κομπολόι στα κυπριακά. Κάποιος που τό 'χει;
Σου τρίξαμε τα κόκκαλα, έ κύριε Αχιλλεύ;... :-)
Να δώ τώρα και τον μαζέτα του ταβλιού να λακωνίζει, και έκλεισα απ' το σλάνγκ τζι άρ...
Η πιό κοντινή ελληνική έκφραση είναι μάλλον και του κώλου τα εννιάμερα: «''Άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων'' και του κώλου τα εννιάμερα! Ήμουνα νιος και γέρασα διαβάζοντας ότι ανοίγουν».
Αλλιώς, και ακριβέστερα: και παπαριές/μαλακίες.
Άι άι άι... Λέγεται ήδη κι' αυτό έ;... Πάει, γίναμ' όλοι αμερικανάκια. :-Ρ
Μή χάνεσαι ρε αρχηγέ! Τί δουλειές και παπαριές δικιολογίες είν' αυτές να πούμε;... :-Ρ
Διαταγή εξετελέσθη μουσιού Μουχουσού.
Οι αντιγειώσεις που λές πιό πάνω είναι ωραίο και προχώ θέμα. Μία βασική παρατήρηση εδώ είναι οτι για να περάσει ο άλλος στην αντεπίθεση, πα' να πεί δέν είναι και τόσο βόιδι όσο υποτίθεται τον θεωρείς γειώνοντάς τον αρχικά.
Τέτοιες στιχομυθίες παίζουν συχνότατα μεταξύ φίλων (όταν δηλαδή η «γείωση» δέν λέγεται φαρμακερά αλλα σάν απλό πείραγμα), και μάλιστα εύκολα καταλήγουν σε κούραση:> Α: Γαμώ τα μουνιά η καινούργια στα αγγλικά.
Β: Ναί ρε γαμώτο. Να την είχα, να δείς τι θα της έκανα...
Α: Σαν τί θα της έκανες δηλαδή;
Β: Σαντιγύ θα της έκανα ρε.
Α: Σάν Φρατζίσκο ρε μαλάκα!
Β: Σάν Ντιέγκο ρε μουνί.
Α: Σάν Αντόνιο φλώρε.
Β: Σάντα Μπάρμπαρα παπαρόζουμο.
Γ: Σάν τα μούτρα σας κι' οι δύο, μπουζούκια, πρήχτες.[/quote]Σε πιό φορτισμένες ανταλλαγές, μία αντιγείωση μπορεί να είναι και γαμώ τα καπελώματα, μπορεί συνεπώς να οδηγήσει και σε πιό σωματικές ανταλλαγές.> — Συνεπώς, πρέπει να παραδεχτείς οτι δέν μπορείς εσύ προσωπικά αυτήν τη στιγμή να μου παρέχεις οποιοδήποτε πειστήριο σχετικά με το Ολοκαύτωμα.— Δέ μου λές; φτάνει η πούτσα σου στον κώλο σου;
— Στον δικό σου πάντως φτάνει.
— 'Μα σε γαμήσω ρε μουνόπανο θα χύσεις εβραίικο σαπούνι! [σ.ς. γουάτ δε φάκ;!...]
— Γιά να σε δώ, καραγκιόζη...
— Θα σε γαμήσω ρε!
— Ναί-ναί, με τον κώλο...
(η συνέχεια, άρρητη) κωλοπαίδι-εξυπνάκιας εναντίον αντιρατσιστή απο μόδα Ή, βέβαια, σε ωριμότερες παρέες, μπορεί να οδηγήσει σε ανακωχή και εκτόνωση:[quote=ταβερνόβιος παλιάς κοπής και νεαρά, περι έρωτος]— Γιατι κοπελιά μου... ο έρωςςς... δέ μπ'... μπορεί να γίν'ται 'λαδή... 'ντικείμ-... α-ντι-κεί-με-νο... χίκ!... χχχλεύηςςς!... απ' το κά'ε μεθυσμέ'ο πιτσι'ίκι στα μπάρρρ. Ο έρως!... 'έ γίν'ται δηλαδή... Εμείς αγαπήσαμε δεσποινίς!... 'Τάλαβες;... Εσείς, π' ακομ' 'α πετάξτε τον πλακούντα, γνωρίζ'τε τί εσ- χίκ!... τί εστί έρως;!...
— Μάλιστα κύριε Αμέθυστε. Πού να γνωρίσουμε εμείς...
— ...Της ζάλης τα φτηνά φιλιά... στην άκρη θα τ' αφήσω... κι' ένα φι- χίκ! ενα φιλί αμέθυστο θα 'ρθώ να σου ζητήσω.
— !...
— Παιδί!... Έι!... Φέρε 'να ουζάκι στη νεαρά απο 'μένα... Και το λογαριασμό πα'ακαλώ... για' θα φωνάζ' η κυρά στο σπίτι... μας ζαλίσει πάλι τον έρωτα... δεκαπεντάχρονα κολλητάρια ανακαλύπτουν τα λογοπαίγνια αντί για τις γκόμενες
Γείωση-αντιγείωση, γενικά, έχει πολύ ζουμί, και όχι βέβαια μόνο γλωσσολογικό.
Κάτι άλλο που δέν σκέφτηκα ούτε έψαξα καθόλου είναι οι ατάκες αυτές σε ξένες γλώσσες. Πώς και κατα πόσο γειώνονται άλλοι λαοί; Μπορεί κανείς να μιλάει για εθνικά φλέιβορ γείωσης;
Πάντως, η λέξη που επικρατεί ευρέως για τη συγκεκριμένη αηδία είναι απλά νυχάκι. Λέμε αφήνω νυχάκι, ή έχω νυχάκι, είναι θά 'λεγα εδραιωμένες χρήσεις.
Παρεμπιπτόντως, κάνοντας μόλις ένα γκουγκλάρισμα για το νυχάκι, βλέπω οτι πρόκειται για αργκό μοτοσικλετιστών και ποδηλατών (το αναφέρει μάλιστα και η ΨειροΒανταλιά στο ξερό). Τό 'χει κανένας;
(Αν μή τι άλλο ρε παιδιά, η βαθμολογία είναι ότι πιό κίτς!... Έλεος! Μα, «αστεράκια»;!... «Τα σπάει», «μάπα» και «ψιλομπούρδα» και δέ συμμαζεύεται;... Τί πιο γελοίο και παιδιάστικο! Αν είχε κάποια πλάκα στην αρχή, τώρα πιά εχει ξεφτίσει, τέρμα.)
Η αναλογία που έχω κατανού είναι μάλλον οτι με τη βαθμολογία το πηγαίναμε για τσαπόνυχο, να εκδηλώσουμε την κάποια μαγκιά μας, αλλα μας βγήκε παρανυχίδα που μας έχει πεθάνει και δέν μπορούμε πιά να προχωρήσουμε παραπέρα.
Τη μαγκιά μπορούμε να την εκδηλώσουμε κι' αλλιώς όμως. Όπως ακριβώς και το δάχτυλο, που έχει άπειρες άλλες χρήσεις, και πολύ πιο λογικές, απ' το νά 'ναι βάση για τσαπόνυχο.
Δέν ξέρω, έχεις βγάλει ποτέ σου παρανυχίδα; Πονάει φρικτά καμιά φορά.
Επίσης, πετάς τα φώτα το βράδυ, σε οδηγό της απέναντι λωρίδας ο οποίος έχει βάλει μεγάλη σκάλα και σ' έχει γκαβώσει, μπάς και τα κατεβάσει.
Παρανυχίδα θά 'λεγα. :-Ρ
Η βαθμολογία το «κεφάλι» του σάιτ;!... !...
Εννοείται, γράφουμε πρώτιστα ώς χρήστες.
Πάντως, για 'μένα είναι αστυνόμευση να ψάχνεις τ' αστεράκια που πέταξε ο όποιος νίντζα για να σκοτώσει, και πολύ περισσότερο να βάλνεσαι να «επανορθώσεις» και να επαναφέρεις στην τάξη.
Και ξεμπρόστιασμα δέν εννοώ αυτό που λές τόσο, όσο το να βγάλουμε στη φόρα, δημόσια, οτι «ο βικάρ κύριοι είναι που πετάει μηδενάρια στον τζονμπλάκ· βούρ».
Τωρα ή τον χαλικούτη τον έπιασαν οι ενοχές του σερνοχορευτή και βάλθηκε να πέσει, ή τον χάκεψαν τον άνθρωπο.
Είναι κι' άλλοι -όβιοι που σηκώνουν κέντημα στο σάιτ: μπαρόβιος, ταβερνόβιος...