Άξιος!
Μες, θαρρώ πως ναι.
Θυμάμαι έναν διάλογο από το «Έθνος Ανάδελφον» του Χάρρυ Κλυνν επί 1985:
Δημοσιογράφος: Καλημέρα σας, τι δουλειά κάνετε;
Περαστικός με ψοφιμίλα: Γραφείο κηδειών.
Δημοσιογράφος: Και πώς πάνε οι δουλειές;
Περαστικός: Πώς θέλετε να πάνε; Το ΠΑΣΟΚ μας την έχει κάνει την κηδεία.
Για να συνεχίσω την γαργαλιέρα, η ψοφιμίλα σε αρχαίζουσα λέγεται ακηδία (α & κήδομαι= δεν φροντίζω τον εαυτό μου), πλην το σύνηθες μαργαριτάρι είναι ότι όλοι το λένε κηδεία (δεν εννοώ το «κατάσταση κηδεία», που λες εσύ)...
Meursault για το μήδι!
Ψαγμένος ο Άλλος! Πράγματι υπάρχουν τόσοι αγγλισμοί που περνούν απαρατήρητοι. Και το «κάνω έρωτα» πιθανόν είναι αγγλισμός ή και γαλλισμός «faire l'amour» ή κάτι άλλο.
Αυτός που το έγραφε το ανάρτησε σε ένα μαιμού σάιτ του cnn και σε κάποιες ελληνικές ειδήσεις (!!!) το ειχανε βγάλει ότι το λέει το cnn (!!!)
Χρησιμοποιείται και στο σάιτ μας σε περιόδους μαζικής κατωποντοδοσίας και jet-slang.
Το θέλειν εστί δύνασθαι (vouloir c'est pouvoir) νομίζω ότι τοποθετεί την έμφαση στο δύνασθαι, δηλαδή θέλεις επειδή μπορείς, για να θέλεις πρέπει να μπορείς. Ο Καντ έκανε μια παραδοξολογική αντιστροφή αυτής της θεώρησης. Εννοεί, νομίζω, ότι αν ο νους σου έχει εκ των ένδον μια θέληση, ή μια αξίωση, αυτό σημαίνει ότι πρέπει και να μπορεί να την εφαρμόσει. Λ.χ. αν ο νους έχει εκ των ένδον μια θέληση για ελευθερία ή για ηθικότητα, αυτό σημαίνει ότι η ελευθερία και η ηθικότητα είναι κατά βάση εφικτές. Το ρητό του Καντ για την ακρίβεια είναι «αν οφείλω, μπορώ» που κάνει λογοπαίγνιο με δύο ομοίηχες γερμανικές λέξεις. Δηλαδή, αν ο νους μου μου λέει ότι οφείλω να κάνω κάτι και να το θέλω, αυτό σημαίνει ότι μπορώ και να το κάνω. Πρόκειται για μια παράδοξη ιδεαλιστική αντιστροφή του θέλειν εστί δύνασθαι, δηλ. το «θέλω επειδή μπορώ» γίνεται στον Καντ «μπορώ επειδή θέλω». Στα πλαίσια αυτής της λογικής ο Καντ «αποδείκνυε» την ύπαρξη του Θεού, όχι ως αιτίου του κόσμου, όπως οι προηγούμενοι θεϊστές φιλόσοφοι, αλλά ως απαιτήσεως του ανθρώπινου νου να συμπίπτουν κάπου η ελευθερία και η δύναμη.
Την είπαμε την αμπελοφιλοσοφία μας και σήμερα...
Χα χα, καλό!
Τι να είπω δε, αν τύχει και η φραπεδιάρα ανασεισίφαλλος να ονομάζεται Χαρά;
Καλό!
Καλό!
Θυμάμαι την πρώτη φορά που μπήκα σε αυτοκίνητο με τζι πι ες κι αισθανόμουν σαν να είμαι ο Ιππότης της Ασφάλτου!...
Στος!
Βέβαια, η Στρουμφίτα μπορεί και τους γράφει όλους στα δώδεκα αρχίδια της.
Πάντως, το καλό με τα βυζιά είναι ότι αν σωθεί ο χώρος, τραβάς και μια σιλικόνη και χωράει κι άλλους μετά!...
Ακολουθώντας το σλανγκογνωμικό «Ταίσατε τους καβουροσλανγκοσαύρους, όχι τους τρολλαίους» θα απαντήσω μόνο στον σλάνγκαρχο Πονηρόσκυλο.
Πονηρέ, μου φαίνεται ότι είναι φέικ ιμιτασιόν αρχαιοελληνικούρα. Απ' ό,τι γνωρίζω, το ρήμα «θέλω» δεν χρησιμοποιείται από αρχαίους Έλληνες με την σημερινή έννοια. Το ρήμα «θέλω» το χρησιμοποιεί ο Όμηρος και μετά χρησιμοποιείται ξανά ευρέως στην Ελληνιστική Κοινή και ιδιαίτερα στην Καινή Διαθήκη. Το χρησιμοποιούν πολύ οι (λεγόμενοι) Βυζαντινοί συγγραφείς, αλλά και οι Νεοπλατωνικοί (λίγο λιγότερο), δηλαδή μιλάμε για Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή. Ενώ δεν υπάρχει στους αρχαίους φιλοσόφους, οι οποίοι χρησιμοποιούν το «βούλομαι» (λ.χ. Πλάτων, Αριστοτέλης κ.τ.λ.). Πρόσεχε, εννοώ ότι το «θέλω» δεν αποτελεί αρχαιοελληνικό φιλοσοφικό τεχνικό όρο, μπορεί να το βρει κανείς σε αρχαίους συγραφείς, αλλά πιο πολύ σε ποιητές. Γενικά, σημαίνει μια πολύ πιο έντονη θέληση από το «βούλομαι», ένας γνωστός μου φιλόσοφος το μετέφραζε «έχω καημό να». Μόνο στους Νεοπλατωνικούς γίνεται τεχνικός φιλοσοφικός όρος (αλλά μάλλον αποκλείω να υπάρχει σ' αυτούς τέτοια έκφραση), ενώ στους Βυζαντινούς το «θέλημα» είναι ο τεχνικός όρος για την ιδιότητα της θελήσεως (από τον 7ο αιώνα και μετά), ενώ η βούλησις σημαίνει κάτι σαν ευχή.
Εν ολίγοις, χωρίς να έχω ανατρέξει πουθενά μου φαίνεται σχεδόν αδύνατο να αποτελεί αυθεντική αρχαιοελληνικούρα. Πιθανότατα είναι, όπως λες, προβολή του vouloir c'est pouvoir στα αρχαία. Συν ότι ο συγκεκριμένος προβληματισμός είναι βασικά μοντέρνος (λ.χ. το ρητό του Καντ είναι «αν θέλω, μπορώ»). Αατα.
Ετς! Νομίζω πιο σλανγκ ακόμα είναι το πήδημα της βελόνας.
Προφήτα, οι ορισμοί του Αυτοκτονημένου που είναι άψογα ορθογραφημένοι και θυμίζουν κρεψινιές (με την καλή έννοια) προφανώς είναι κόπι πέιστ από κάπου, το οποίο δεν είναι και κακό, αν θέλετε την γνώμη μου, αλλά δεν αποτελεί τεκμήριο οθογραφίας. Επίσης, το Πονηρόσκυλο νομίζω πως έχει δίκιο, η εμπειρία μου βέβαια δεν είναι μεγάλη...
Ντάξει αυτές οι ιστορίες είναι παρετυμολογίες, όπως κι οι αιτιολογικοί- ετυμολογικοί μύθοι των αρχαίων, αλλά σε ένα σλανγκ λεξικό μερικές φορές και οι παρετυμολογίες έχουν το γούστο τους, δεν βλάπτουν.
Καταπληκτικό φίλε! Pure original slang as we like it!!!
Αντιστρόφως, το γκομενάκι μπορεί να πει «κάτι τέτοιους λ.χ. νταγλαράδες/ μαγκίτες κ.τ.ό. τους έχω για κολατσό».
Μπράβο που επανέκαμψες Μαρκήσιε, ήμουν έτοιμος να σε βάλω στον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών...
Καθαρόαιμος Δαυίδ Βρυβέκιος λόγω και επικαιρότητας!
Οι θείοι μου είναι τόσο καλοί κυνηγοί, που κάθε φορά που πάνε για κυνήγι, επιστρέφουν με ψάρια (που έχουν εννοείται αγοράσει)...
Μπράβο! Πολύ σωστά το εντοπίζεις στα ηρωϊκά '80ς, την δεκαετία του Χάρρυ Κλυνν, που χρησιμοποιούσε κατά κόρον και το «ο δικός/η δικιά σου δικέ μου».
Λ.χ. - Και τι μου λέει τότε, ο δικός σου, δικέ μου;
Θεμελιώδες! Βλ. και νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη.
Ο Ιησούς ως αναμάρτητος, νομίζω, εννοούσε ότι ήταν γραμμένο «χαραλουά» εκ παραδρομής και το διόρθωσε σε «χαλαρουά».
Ετς!
Η καλύτερη μέθοδος είναι του Γκουσγκούνη.
Στος! Λέτε να υπάρχει κανένας ιός του σλανγκ σαν τον ιό του μιλλένιουμ;
Την αστερόεσσα στον κύριο!
Υπάρχουν, πάντως, ή είναι αστικός μύθος;