Τρώω γκομενάκι. Το φιστικώνω. Το γράφω στον κατάλογο με τις κατακτήσεις. Από το ιταλικό colazione = κολατσιό, τσιμπολόγημα.
Δαγκώνω κάποιον / κάποια στο πορτοφόλι. Του / της τσιμπολογάω χρήμα.
Το έχεις κολατσίσει το μωράκι;
Άσε μαλάκα, δεν κολατσίζεις εδώ, είναι καβουρομάνα ο τύπος.
4 comments
ο αυτοκτονημενος
και τη περιλαμβανει το κυριως πιατο μετα τοκολτσιο ;;
Marco De Sade
XXX με πολλά μπίπ
Hank
Αντιστρόφως, το γκομενάκι μπορεί να πει «κάτι τέτοιους λ.χ. νταγλαράδες/ μαγκίτες κ.τ.ό. τους έχω για κολατσό».
Μπράβο που επανέκαμψες Μαρκήσιε, ήμουν έτοιμος να σε βάλω στον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών...
patsis
(Αντι)πρβλ. και τον κολατσίζω και τον ψιλοκολατσίζει.