You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.
Κοιτάχτε, κατά μία έννοια όλοι μιλάνε σωστά. Όταν το σύνολο των ομιλητών μιας γλώσσας ή μιας εκδοχής (π.χ. τοπικής) της γλώσσας χρησιμοποιούν μία έκφραση και συνεννοούνται με αυτήν, τότε με τι θα συγκρίνεις για να πεις ότι είναι λάθος;
Εκτός από την περίπτωση που τη χρησιμοποιούν και ΔΕΝ συνεννοούνται.
Με βάση τα αθηναϊκά στάνταρ, το τυρί είναι μία γενική έννοια. Υποδιαιρείται στις επιμέρους γενικές έννοιες «άσπρα τυριά» και «κίτρινα τυριά», και αυτές με τη σειρά τους υποδιαιρούνται στις ειδικές έννοιες φέτα, γραβιέρα, κασέρι, κεφαλοτύρι, μανούρι, μπάτζος, μυζήθρα, παρμεζάνα, έμενταλ, στίλτον, και δε συμμαζεύεται.
Αν οι Βόρειοι ονομάζουν τα κίτρινα τυριά συλλήβδην κασέρια, αυτό δεν είναι πρόβλημα. (Εκτός όταν έρθει η ώρα να μιλήσουν για το κασέρι - είδος). Αλλά δεν έχω καταλάβει πώς ονομάζουν τα τυριά, τη γενική κατηγορία στην οποία περιλαμβάνεται και η φέτα και όλα τα υπόλοιπα.
@Μες: (Ή μάλλον, με αφορμή τη Μες - το σχόλιο δεν είναι προσωπικό): Είναι ανάγκη να ανακτήσουμε το χαμένο σεβασμό μας στις λέξεις. «Γκαστρώνω» σημαίνει αυτό που σημαίνει : κάνω το μερίδιό μου της δουλειάς ως άντρας, για να συλληφθεί ένα παιδί. Μόνο που γκαστρώνω είναι μία λέξη, ενώ η περίφραση είναι 13 λέξεις. Γιατί πρέπει να θεωρηθεί έλλειψη σεβασμού να το πεις έτσι; Αφού όπως το λέμε, έτσι είναι. Και η έγκυος είναι γκαστρωμένη, τολμήστε να το πείτε, δε δαγκώνει. Ίσα ίσα που γκαστρωμένη είναι πιο τίμια λέξη από το έγκυος, αφού δεν ενέχει εκείνη την ενοχική νυάνς πολιτικής ορθότητας που έχει η καθαρά επιστημονική και δύσκολη στην κλίση της έγκυος.
Και ο τυφλός είναι τυφλός, δεν είναι άτομο με προβλήματα στην όραση.
Και ο ανάπηρος είναι ανάπηρος, δεν είναι αμέο.
Και ο γύφτος, για όνομα του θεού, δεν είναι Ρομ! Ρομ είναι η δική τους λέξη, αλλά όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι από την Κίνα λέμε «κινέζος» στα ελληνικά, δεν το λέμε στα κινέζικα, οπότε γιατί να μη λέμε και γύφτος στα ελληνικά αλλά Ρομ στα Ρομανί;
Και δεν ξέρω αν έχετε προσέξει ότι, όταν θέλουμε να πούμε κάτι καλό για έναν Αλβανό, συνήθως δε λέμε «Αλβανός» αλλά «από την Αλβανία»: δηλαδή του πετάμε στα μούτρα ευθέως ότι «Αλβανός» είναι κακός χαρακτηρισμός, που δεν του αρμόζει.
Συμπερασματικά, γκαστρώνετε γιατί χανόμαστε!
Όχι της επιστήμς, της τέχνης. Το καθηγητηλίκι είναι μία τέχνη κι αυτό, και μαθαίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως όλες: πρώτα μαθαίνουμε να σφουγγαρίζουμε το κατάστρωμα, μετά... και στο τέλος φτάνουμε στην κορυφή.
Ε, άμα δεν παίξεις δε θα κερδίσεις. Αλλά άμα παίξεις, μπορεί και να χάσεις. Έτσι είναι η ζωή.
Γνωστός και ο Ψωλοβρόντης Δίας (εκ του αμιμήτου Υψηλοβρόντης, που μεταφράζει το αρχ. Υψιβρεμέτης = αυτός απού ψηλά βροντά).
Τι παναπεί «πολλοί ορισμοί»; Δώσ' τους μας!
Καλώς βρίσκεται εδώ μέσα. Δεν είναι σλανγκ, αλλά είναι όρος απαραίτητος για την εξήγηση πολλών εκφράσεων της σλανγκ. Ανήκει στον θεωρητικό οπλισμό του σλανγκίστα.
Αυτός είναι ο μονίμως χάχας. Ως πρόσκαιρη ιδιότητα, σημαίνει κι εκείνον που μας κοιτάει και χάσκει (επειδή δεν κατάλαβε τι του είπαμε, ή από έκπληξη για κάτι που συνέβη κλπ.). «Τι με κοιτάς σα χάχας;»
Και μυγόχεσμα.
Έκφραση εσχάτης περιφρονήσεως: και καλά είσαι εξίσου σιχαμερός αλλά και εξίσου ασήμαντος με το εν λόγω μυιικό προϊόν.
Πιο κομψό είναι να το θέσεις ανάποδα: «Μωρό μου, σε βλέπω κουρασμένο/η κι έχεις να ξυπνήσεις και πολύ νωρίς... Αν θες να τ' αφήσουμε γι' αύριο, δεν έχω πρόβλημα.» Οπότε, ρίχνεις την ευθύνη στο άλλο πρόσωπο και βγαίνεις κι από πάνω, ότι είσαι όλο αυτοθυσία.
Ιδού μία από τις βασικότερες, θεμελιώδεις θα έλεγα, εκφράσεις της αργκό μας. Λίγο επειδή η ανάρτηση είναι παλιά, λίγο επειδή το λέμε τόσο συχνά ώστε να μη μας κάνει πια αίσθηση, λίγο επειδή επισκιάζεται από πιο καραμπινάτα λήμματα (βρισίδια, γηπεδικά, σεξουαλικά κλπ.), μοιάζει να έχει πέσει στην αφάνεια.
Έχει σεντόνια και σεντόνια. Άλλο να φλυαρείς κι άλλο να γράφεις ουσιαστικά πράγματα. Και ο σύντομος ορισμός, άλλες φορές έχει τις αρετές του σοφού και σαφούς, κι άλλοτε είναι λειψός. Εδώ έχουμε ένα από τα καλά σεντόνια (τα σατέν).
Ναι, έτσι είναι. Αλλά και ο κανονικός ΥΠΑΞ, ο λχίας ή δνέας, συχνά θεωρείται ως «ένας από μας» που αυτομόλησε προς «αυτούς» προκειμένου να πουλάει τζάμπα εξουσία, οπότε κι αυτουνού το διακριτικό θεωρείται τσατσόσημο.
Ναι... Έχω την αίσθηση ότ δεν πρόκειται για δύο ξεχωριστές σημασίες, αλλά για την ίδια πάντα έκφραση που η έννοιά της διαφοροποιείται ανάλογα με το συμφραζόμενο, διατηρώντας πάντα το βασικό νόημά της. Ποιο είναι τελικά το βασικό αυτό νόημα;
Κατά το «ήκιστα μεν Άγγελος, μάλιστα δε Βλάχος» -δυστυχώς δε θυμάμαι ποιανού είναι και πού το βρήκα.
Beautiful music!
Λίγο σόλοικος συλλογισμός μου φαίνεται. Το μύδι να μοιάζει με μουνί, εντάξει. Αλλά το μουνί με μύδι, γιατί;
Δεν ξέρω, μου το 'στειλαν. Γιατί, τα δικά σου πάνε πίσω;
Χαριλάου και Τρικούπη. Αλλά δεν το έχω ακούσει με κάποια συγκεκριμένη σημασία, απλώς ως αστείο έτσι γενικά.
Το καναρινόσημο, μ' αυτό το όνομα και την περιγραφή, υπάρχει και στο Πεζικό.
Τσατσόσημο θυμάμαι να λένε όλα τα διακριτικά εφέδρων ΥΠΑΞ, όχι μόνο το υποδεκανόσημο.
Τελευταία το άκουσα και ως «όλα τα λεφτά λουλούδια», ως έπαινο: και καλά ήταν τόσο φοβερό αυτό που έκανες / είπες, που αξίζει να δώσω όλα μου τα λεφτά σε λουλούδια για να σε ράνω, όπως στα σκυλάδικα.
Το έθαψα, και εξηγούμαι: η φράση όλο καμάρι σημαίνει ακριβώς ό,τι σημαίνουν οι λέξεις όλο και καμάρι. Αυτό δεν είναι ούτε σλανγκ, ούτε καν έκφραση.
Επίσης: «κάνε μισό κώλο παραπέρα» σημαίνει (με την ως ανωτέρω λογική του μετριασμού) «κάνεις ένα κώλο παραπέρα, σε παρακαλώ;»
Τα «πάντα» είναι ένα αρκετά συγκεκριμένο είδος μουσικής: περιλαμβάνει και ελληνικά (α: σκυλοπόπ και λαϊκοπόπ, β: καθαρά σκυλάδικα αλλά όχι πολυ βαριά, γ: τα λεγόμενα «έντεχνα» στην πιο σούπα εκδοχή τους) και ξένα (πριόνια, χιπ χοπ, ποπ, λοντζ).
Όποιος ακούει τα πάντα δεν ακούει Βαμβακάρη, δεν έχει ακουστά τους Μπητλς, δεν συμπεριλαμβάνει στα ξένα άλλες γλώσσες πλην της Αγγλικής, δεν καταλαβαίνει την τζαζ κ.ο.κ.
Κολώνια Ζιβανσί και στα ποδάρια μου...
(Γ. Μηλιώκας, Ποιμενικόν Ροκ)