Αν εξαιρέσουμε τα κνίτικα απολιθώματα τύπου στρουχτούρα, Οχτώβρης κλπ., που επιζούν και επί των ημερών μας, σε γενικές γραμμές σήμερα δεν υπάρχουν κοινωνιόλεκτοι, θα αποτολμούσα να πω. Υπάρχει μία διευρυμένη αντίληψη της γλώσσας, που τα περιλαμβάνει όλα -κοινή καθομιλουμένη, σλανγκ, διανοουμενίστικη γλώσσα, λάθη, επαγγελματικές ζαργκόν- και ο καθένας διαμορφώνει το ιδιόλεκτό του, ήτοι το προσωπικό του χαρμάνι, επιλέγοντας από όλα αυτά τα στοιχεία εκείνα που του πάνε.
Το ίδιο ισχύει και σε άλλες εκφάνσεις της ζωής μας, όπως το ντύσιμο. Στα παλιά ρώσικα μυθιστορήματα ο ήρωας έμπαινε σ' ένα βαγόνι τρένου και με μια ματιά ήξερε την τάξη και το επάγγελμα των συνεπιβατών του: ήταν μία κυρία με την υπηρέτριά της, ένας στρατηγός των Ουσσάρων, ένας φοιτητής, δύο υπάλληλοι, ένας ξεπεσμένος πρίγκιπας από το Μινσκ και τρεις μουζίκοι. Σήμερα δεν παίζει αυτό. Υπάρχουν βέβαια οι «στολές» των τρέντηδων, ήμο, μεταλλάδων κλπ., αλλά οι κουστουμάτοι που θα δεις το βράδυ σ' ένα σκυλάδικο ή ένα κλαμπ δεν προδίδουν ούτε οικονομική επιφάνεια ούτε μορφωτικό επίπεδο.
@Μες / «Πάντως για αυτό το λήμμα, το θέμα είναι ΑΝ έχει χρησιμοποιηθεί έβερ σε κείμενο (εκτιμώ σε προφορικό λόγο δεν έχει χε).» :
Πώς, συχνότατα! Αλλά επειδή δεν προφέρεται «αστεράκι - χι - κάθετος - μου», δεν ξεχωρίζει εύκολα από το κοινό στ' αρχίδια μου. Αν όμως προσέξεις την λεπτή διαφοροποίηση του αξάν, θα το αναγνωρίσεις.
Είναι και τα τρία τραγούδια που λέτε, αλλά η εισαγωγή περι χα - σι - κλή - δι - κων αφορά τα δύο του γιατρού.
Βέβαια. Μαυρογκάγκανος.
Εγώ το έχω ακούσει ως το ίδιο το φως (αυτό που συχνά, με παιδική αφέλεια, ονομάζουμε και «σειρήνα», λες και είναι το ίδιο!).
Π.χ.: (Μπάτσος συνοδηγός προς τον οδηγό):
-Βάλε το καρούμπαλο να ξεκολλήσουμε από την κίνηση.
Δε θα φανταζόμουν ότι τα «άτομα με εξογκώματα στο κεφάλι που κάνουν μαλακίες» θεωρούνται ειδική κατηγορία με ονομασία!
@Βραστα: Σοβαρά! Θα φανταζόμουν ότι είναι σλάβικο. Και ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι δεν πάει μπαμπόγρια>μπάμπω αλλά αντίστροφα.
Το LOL σαφώς και είναι σλανγκ. Κι αν «σλανγκ» δεν είναι η προσφυέστερη λέξη, πάντως είναι σίγουρα «ειδικό» λεξιλόγιο: υπάρχει μία ολόκληρη μερίδα του πληθυσμού που το χρησιμοποιεί όλη την ώρα, κυρίως σε συγκεκριμένες περιστάσεις (σμσ κλπ), είναι εντελώς ακατανόητο στους αμύητους, ετυμολογείται από κάπου που ανάθεμα κι αν το ξέρουν όλοι όσοι το λένε αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να το λένε, και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα μοιράζεται με πολλές άλλες αντίστοιχες εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι ίδιοι άνθρωποι στις ίδιες περιστάσεις.
Όσο για το *Χ/μου, αν μη τι άλλο, είναι έξυπνο. Τώρα, το ρέμπους από μόνο του δεν είναι βέβαια σλανγκ, όταν όμως γραφές τύπου «+δυάζω» συνηθίζονται, τότε μάλλον δε μιλάμε πια για ρέμπους αλλά για ένα στυλ (γραπτής έστω) έκφρασης.
Σχετικά με το «γκαγκάν» (καλά, σε ποιον να το πω ότι μαζευτήκαμε τόσα κεφάλια να βρούμε την ετυμολογία τέτοιας λέξης;) (αλλά δε μασάω, σιγά μη δεν πω κι εγώ την πίπα μου!), είμαι μάλλον υπέρ της chris363ειας άποψης: μουσικό - ηχητικό εφέ όταν εμφανίζεται στην οθόνη κάτι εντυπωσιακό.
Σε κάποιο δίσκο από λάιβ, ο Νταλάρας λέει δυο χασικλήδικα ρεμπέτικα, και πριν ξεκινήσει κάνει μία σύντομη εισαγωγή (κτγμ μία συγκαταβατική δήθεν κουλτουριάρικη προσέγγιση της μαγκιάς): Και τώρα δύο τραγούδια από μία ειδική κατηγορία του ρεμπετικου, ...[παύση - αγωνία], έχουν μεγάλο μουσικό ενδιαφέρον, ...[παύση - αγωνία], έχουν παίξει σημαντικό ρόλα στη διαμόρφωσή του, [το ίδιο], και μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν απαγορευμένα: [παύση τετάρτου, η αγωνία κορυφώνεται]: τα χα - σι - κλή - δι - κα. Και καθώς το κοινό παραληρεί από ενθουσιασμό, ξεχωρίζει η φωνή ενός, που ίσως ήταν πιο κοντά στα μικρόφωνα, να λέει: «Γεια σου ρε Γιώργο!»
Κι έτσι αυτός ο κατά τα άλλα άσημος άνθρωπος (το θεατή εννοώ) πέρασε στην αιωνιότητα.
[Με κάτι τέτοιες απλές κινήσεις ο Νταλάρας συνέβαλε στη σύγκλιση του έντεχνου με το λαϊκό: κουλτουρεύουμε το λαϊκό, ευτελίζουμε το κουλτουριάρικο, και τσουπ, να τα όλα ίσωμα!]
Δεν ξέρω αν έχει όντως εκκλησιαστική προέλευση ή είναι απλή δοξασία, αλλά πάντως και η ίδια η λεχώνα δε βγαίνει πριν σαραντίσει. Ίσως από αυτό να βγαίνει κι η έκφραση: είναι πιο σουρεάλ να παρομοιάζεις έναν 'αντρα με λεχώνα!
Βέβαια! Οπότε και το χασίσι είναι η θρησκεία των λαών. Ή μήπως, ο λαός είναι το χασίσι της θρησκείας;
Μιας και το 'φερε η κουβέντα, δε βρίσκετε πως ο ΛΑΟΣ είναι το όπιο των θρήσκων;
Τι εννοούμε πρόσφατη; Και το «τσάι» του λήμματος, πόσο πρόσφατο είναι;
Νομίζω ότι το τσάγια ως πληθυντικός (!) του τσάο θα 'χει καμιά δεκαριά χρόνια που το πρωτοάκουσα. Ή μήπως υπερβάλλω; Έχει μάλλον επηρεαστεί και από το αμερικάνικο Hiya (χάγια), παραλλαγή του Hi!, που στα ελληνικά δεν το άκουσα ποτέ να λέγεται (πάλι καλά!), αλλά το θυμάμαι γραμμένο σε λευκώματα και ραβασάκια.
@Carpetbox: Πέρασα μια βόλτα από εκεί. Άμα θες, πέρνα κι εσύ να δεις τα νεότερα!
Γενικώς αριστούργημα. Ανάμεσα στα επιμέρους διαμάντια, θέλω να τονίσω το «ιδιοσυγκρασιακοί νεολογισμοί και λεξιπλασίες». Όχι γιατί διάφορα άλλα σημεία είναι κατώτερα, απλώς γιατί άλλα έχουν ήδη επισημανθεί από τους prolal.
Η αντιδιαστολή «μικροαστική - πεζοδρομιακή γλώσσα» με οδηγεί στη εξής σκέψη: πράγματι, η κλασική αργκό είναι η γλώσσα του πεζοδρομίου. Της γκρίζας ζώνης μεταξύ κόσμου και υποκόσμου, καθώς και του καθαυτού υποκόσμου. Αυτό το τονίζουν όσα παλιά βιβλία έχουν ασχοληθεί με την αργκό (λεξικά, Τσιφόρος, διάφορα ρεμπετολογικά κλπ.).
Στην εποχή μας όμως αυτό έχει αλλάξει. Οι χρήστες της αργκό έχουν βέβαια και πάλι κάποια κοινωνικά χαρακτηριστικά, όμως δεν ανήκουν σε ξαχωριστές και μάλιστα υποβαθμισμένες κοινωνικές ομάδες, όπως π.χ. επί Μεταξά και κουτσαβάκηδων. Υπάρχει π.χ. η αργκό των φοιτητών, καθώς και η κοινή αργκό που χρησιμοποιείται και από φοιτητές: νομίζω ότι πριν πενήντα χρόνια κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως αδιανόητο, άλλωστε τότε οι φοιτητές πήγαιναν στη σχολή (και πιθανώς και παντού αλλού) με κουστούμι.
Ακόμη και στη δεκαετία 1980, κρίνοντας από τους χαρακτήρες του Χάρρυ Κλυνν, η χρήση της αργκό γινόταν εντός κάποιων κοινωνικών ορίων: διευρυμένων μεν σε σχέση με το '30, αλλά σαφέστερων απ' ό,τι σήμερα. Οι άνθρωποι που έλεγαν «άμα λάχει να'ούμ'» και τα παρόμοια, μπορεί να μην ήταν υποκοσμικοί, αλλά πάντως δεν ήταν ο καθένας.
Σήμερα τα πράγματα είναι πιο φλου. Όσοι είναι (με ένα πρόχειρο υπολογισμό) από 13-14 μέχρι 45-50 ετών, είναι εξίσου πιθανό να μιλούν αργκό, ανεξαρτήτως μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, καταγωγής, επαγγέλματος κλπ.. Επίσης, δεν υπάρχει (απ' όσο έχω υπόψη μου) ακραιφνής αργκό, όπως τα παλιά καλιαρντά από τα οποία ο αμύητος δεν καταλαβαίνει γρυ: άνθρωποι με τελείως «μέσο» λεκτικό, ή ακόμη και άλλοι που συνηθίζουν να εκφράζονται λόγϊα και περίτεχνα, είναι πιθανόν να έχουν εντάξει στο γλωσσικό τους δυναμικό και μερικές ή περισσότερες σλανγκιές, χωρίς αυτές να ξενίζουν. Και τέλος, υπάρχουν παρέες όπου ο ένας μιλάει πιο αργκό και ο άλλος λιγότερο ή καθόλου, και συνεννοούνται απρόσκοπτα.
Συνεπώς, ο προσδιορισμός της αργκό ως πεζοδρομιακής κοινωνιολέκτου, αν και ιστορικά ακριβής, σε μια συγχρονική θεώρηση χρήζει επανεξέτασης.
Δε νομίζω ότι έχει σχέση με το ζάφτι. Εκτός Κρήτης, η λέξη είναι ζαπτιές: διατηρεί από τα τούρκικα το -πτ-, που δεν πολυπάει στα ελληνικά (σε λαϊκά ιδιώματα τουλάχιστον).
Επίσης υπάρχει και ο ζαμπίτης, που είναι κι αυτός κάποιου είδους όργανο της τάξης, και μάλλον παραλλαγή της ίδιας λέξης:
[I]
Να 'μουν στη Γιάλη μια βραδιά, στη Χώρα μιαν αυγίτσα,
να 'μουν και στα Κατάπολα ζαμπίτης στα κορίτσια.[/I]
Αλλά αυτές είναι απαρχαιωμένες λέξεις, ενώ το μπασκίνας λέγεται ακόμη συχνά.
Από το πρόγραμμα του 1ου Φεστιβάλ Αυτοσχεδιασμού, Γκάζι 21-22-23 Ιουνίου 1996, αντιγράφω:
Οι Αέρα Πατέρα είναι η μεγαλύτερη μπάντα στον κόσμο σε αριθμό ατόμων (25 άτομα/sec). Περιφέρονται εδώ και πέντε χρόνια από κλαμπ σε εγκαταλειμμένα εργοστάσια παίζοντας σε φεστιβάλ που στήνουν οι ίδιοι. [...]
Η θλιβερεστάτη αδελφή.
Τι τέλειο παράδειγμα! Παρατηρήστε παρακαλώ τη ρυθμικότητά του: η φράση από μόνη της έχει μεγάλη μουσικότητα, με τον καταιγισμό των έντονα τονισμένων τροχαϊκών ποδών και την έξτρα εσωτερική ομοιοκαταληξία, αλλά με το «ρε παλιοκαλαμαρά», κρεσέντο και φινάλε, σε προκαλεί να το μελοποιήσεις ή να το χορογραφήσεις!
Το σκέφτομαι σε μελωδία παρόμοια με του «Κορόιδου Μουσολίνι»: εκεί που πάει «...κι οι Λύκοι της Τοσκάνης τρέχουνέκαι δεντουσφτάνεις όλοι γίνονται λαγοί!!!»
Σόρι παίδες, εγώ δεν το κατάλαβα. Το λέει θριαμβολογώντας εκείνος που κερδίζει, ή ελεεινολογώντας εκείνος που χάνει;
Εναλλακτικά, έχω σκεφτεί και την εξής ετυμολογική ερμηνεία:
Εφόσον ο παλιός είναι αλλιώς, και ο παλαιός είναι αλαιός. Και προχωρώντας, και ο παλαίουρας είναι αλαίουρας - ή απλά λέουρας. (Πρέπει να αποφασίσω και για τα -ε- / -αι-; Μπα, αυτή τη φορά δε θα πάρω.)
Εννοώ και τον χρήστη του χασισακίου αλλά και τον χρήστη της φράσης.
Κλασικό και το χασισάκι του θεού, μία φράση που προδίδει έντονα (ή κρύβει άγαρμπα) την αμυντική στάση του χρήστη.
Υπουργείο (ή Υπουργός;;) των Οικονομικώνανε. Από κάποιο δίσκο, πιθανώς τον ίδιο, στην αρχή αρχή που έχει τις αφιερώσεις.
Η φράση σημαίνει αυτό που λέτε όλοι στα σχόλια, αλλά έτσι δεν είναι σλανγκ. Θα έτεινα να υπερασπιστώ τη θέση του σασοντιάρβα. Δεν είμαι βέβαιος ότι το έχω ακούσει με τη σημασία που δίνει, αλλά το παράδειγμά του μου φαίνεται απολύτως εντάξει (ως σλανγκ). Ίσως, ανεξάρτητα από την έννοια της εκμετάλλευσης, να χρησιμοποιείται και ως «άειντε όλοι σ' ένα τσουβάλι», δηλ. περίπου αυτό που λέει ο ΙΝΒΙ. Όσο για το καφενείο, μετά βεβαιότητος σημαίνει το δεύτερο από αυτά που λέει το Πονηρόσκυλο. Σε κάποια χωριά με πολύ αυστηρά, παλιομοδίτικα ήθη, ακόμη σήμερα οι κάτω από μια άλφα ηλικία δε διανοούνται να μπουν στο καφενείο -το οποίο άλλωστε είναι, μεταξύ άλλων λειτουργιών, και η «εκκλησία του δήμου», οπότε για να μιλήσεις πρέπει να σου έχει αναγνωριστεί το δικαίωμα λόγου.
@Μοντς: Στο λήμμα, ο συντάκτης έβαλε κατά λάθος απόστροφο αντί για τόνο, με αποτέλεσμα να μην είναι στην κανονική του αλφαβητική θέση. Μπορούμε να το φτιάξουμε; (Γλοιώδης σύνταξη, δεν ξέρω αν θεωρείται σλανγκ, που σημαίνει ξεκάθαρα «Μπορείτε να το φτιάξετε;»).
[I]Μπάτσοι και χωροφυλάκοι
μας ξουρίσαν το μουστάκι.[/I]
(Ρεμπέτικο δίστιχο από παλιά μουρμούρικα).
Μισκίνηδες; Σαψάληδες; Εξηγηθείτε παρακαλώ! Έχετε πολλά ακόμη να μας ανεβάσετε!