Αχά! Άρα ο καπιταλισμός καταπολεμά τον αλκοολισμό! Σε κρατάω απ' τα τέτοια τώρα, σφύρα ρε άμα μπορείς! :-Ρ
Μάστα. Επίπεδο και πχιότητα.
[mod]Αυτή δεν είναι μια Σημείωση από τη Συντακτική Ομάδα[/mod]
Γαμάτο το δεύτερο παράδειγμα!
Βλ. και φασόν, ιδίως για το σχόλιο του poniroskylo.
Στα πολύ στενά γλωσσικά περιβάλλοντα των τραπεζικών καταστημάτων και, ιδίως, των καταθέσεων, το «οχτάρι», χωρίς άλλη εξήγηση, αναφέρεται στον κωδικό του ΔΗΣΣΕ (διατραπεζικού ηλεκτρονικού συστήματος συμψηφισμού επιταγών) 08 για την επιστροφή επιταγής ως απλήρωτης με αιτιολογία «ανεπαρκές υπόλοιπο». Υπάρχουν και άλλοι κωδικοί, π.χ. «ανάκληση με επαρκές υπόλοιπο», «κλεισμένος λογαριασμός» κλπ.
Π.χ. [I]- Μα αφού δεν γύρισε με οχτάρι, πώς θα βγάλουν οι χορηγήσεις διαταγή πληρωμής;
- Η ανάκληση με επαρκές εξομοιώνεται με απλήρωτη λόγω ανεπαρκούς, οπότε βγαίνει η διαταγή. Αυτοί θα κάνουν μετά ανακοπές και σε δουλειά να βρισκόμαστε.[/I]
(Τερλέγκα του Βορά)
Χαχαχα Galadriel!
Βλ. και βοσκός.
Βλ. και βοσκός.
Βλ. και άκτε, κνκ.
Χθεσινό φαΐ αύριο.
Quino: «Όπως πάντα το επείγον δεν αφήνει χρόνο για το σημαντικό».
Την βρήκα την φωτό (Galadriel, άσχετο).
Παρεμβλήθης ως από μηχανής θεός.
... να, αυτά μου λείψανε ... (αναλόγως την κακομοιριά του λέγοντος)
... τώρα με την κρίση ...
Εντόπισα άλλη μία μικρή διαφορά βορείων (όχι μόνο Μακεδόνων αλλά και Λαρισαίων τουλάχιστον) και νοτίων: στρόγγυλος-η-ο πάνω αλλά στρογγυλός-η-ο κάτω. Οι πάνω λένε και στρογγυλός άμα τους ταιριάζει στο λόγο, οι κάτω μάλλον δεν λένε στρόγγυλος.
«θα σε φτιάξω (καλά)»: απειλή, θα σου δείξω εγώ, θα σε κανονίσω, θα δεις τι έχεις να πάθεις από εμένα. Π.χ. εδώ.
Υπέροχος ορισμός.
...
Πολλές φορές, με έχει βάλει σε σκέψη και το άλλο που λένε (1 και 2): «γαμείς δεν γαμείς, ο καιρός περνάει».
Είναι από αυτές τις ασαφείς φράσεις που με έχουν καθηλώσει από την πρώτη στιγμή - φέρει την υπόσχεση μιας κρυμμένης αλλά και πάντα δυσερμήνευτης σοφίας. Ο καιρός περνάει και έρχεται τι; Ο θάνατος; Ή κάτι άλλο ταυτόχρονα παρέρχεται και μας διαφεύγει, ενώ ασχολούμαστε με το σεξ, το να κάνουμε οικογένεια ή καριέρα για παράδειγμα; Ή μήπως εννοεί αυτό με τον τροχό της ζωής που γυρνά;
Η σκέψη ότι η υπέροχη ηδονή και ευτυχία του να κάνεις έρωτα υπόκειται στον χρόνο είναι συντριπτική, καταθλιπτική αλλά, αν κρατηθείς από κάπου κι αντέξεις τον ίλιγγο, και κατανυκτική υπέρ αυτών των ελάχιστων στιγμών. Αν, βέβαια, μπορέσεις να κρατηθείς.
Στην αρχή είναι σκοτάδι.
Μετά γεννιέσαι και τσουπ!! Ο χρόνος αρχίζει να κυλά. Δεν το αντιλαμβάνεσαι βέβαια, εκατό τοις εκατό, άλλωστε μιλάμε ακόμα για μια τόσο δα ύπαρξη, ok; Μπορείς να πεις ότι δεν είσαι παρά οι αναμνήσεις των άλλων για εσένα, αυτές που θα σου περιγράψουν οι γονείς σου με νοσταλγία, όταν μεγαλώσεις.
Αλλά εσύ, προς το παρόν, δεν σκοτίζεσαι με νοσταλγίες και μαλακίες. Ο δικός σου ο καιρός απλώνεται μόνο μπροστά, σα δρόμος, και χάνεται στον ορίζοντα, στον ουρανό, στη θάλασσα, όπου γουστάρεις στην τελική, λογαριασμό δεν θα δώσεις σε κανέναν. Είναι στο χέρι σου, είναι ατελείωτος και θα τον ξοδέψεις όπως σου καβλώσει. Κι όταν γίνεις και έφηβος, σε χαλάει κιόλας όλο αυτό το «μέλλον σου». Στο κάτω-κάτω, αντί να καις σαν κερί για εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια μήπως καλύτερα να λάμψεις εκτυφλωτικά για μια στιγμή;
Αν επιβιώσεις της προηγούμενης φάσεως, βρίσκεις ότι έχει και πολλά καλά αυτή η ρημάδα η ζωή. Αρχίζεις και συναρμολογείς τη δική σου ιστορία: ένα κολλάζ από πρόσωπα, από καταστάσεις, από εμπειρίες από φίλους, από γκόμενες, από σεξ. Όπα, εδώ φρένο. Νέος δεν είσαι; Ας κάνεις τώρα όσο το δυνατόν περισσότερο από δαύτο. Έχει πέσει και πολύ μέτρημα, βλέπεις, ο ένας μετράει τα λεφτά του, ο άλλος τα αυτοκίνητα και τα σπίτια του, ο τρίτος ο μακρύτερος το πουλί του, τις γκόμενες, τα γούστα, τα πάντα όλα. Και πάντοτε θα βρεθεί ένας μαλάκας να σου πετάξει το νουμεράκι του. Για στάσου ρε, κι εμείς τι κάνουμε δηλαδής, κριτσίνια σπάμε;
Ωραίααα… Βγαίνεις λοιπόν στο σεργιάνι και ξοδεύεις τον καιρό σου γαμιώντας. Α, ναι, λες «γαμάω» και εννοείς πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα ή τον παπά απ’ τα’ αρχίδια, τεσπά, ρουφάω τη ζωή με το καλαμάκι. Και, άμα είσαι και πολύ πρώτος, γαμάς και δέρνεις. Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.
Για ένα διάστημα αυτό δουλεύει. Για πόσο; Για άλλους λιγότερο, για άλλους περισσότερο. Ζεις μια μεγάλη μέρα κι ακόμα δεν είναι καν μεσημέρι, θυμάσαι; Άσε που ακόμα ψοφάς να κοκορεύεσαι για τις επιτυχίες σου. Τώρα που η ζωή σου είναι γεμάτη από αυτές σε κάποιον πρέπει να τις μοστράρεις, έτσι δεν είναι;
Ένα βραδάκι που λες, (ή ένα πρωί, δεν έχει σημασία, ο σκηνοθέτης όμως διέταξε βράδυ για συμβολικούς λόγους) στήνεις απέναντί σου έναν φίλο καλό και του λες (ξανά) την ιστορία της ζωής σου, special edition, επαναψηφιοποιημένη, με ειδικά εφέ και κομμένες σκηνές. Αυτός πίνει και δεν μιλάει. Τι παρτούζες, τι μουνάρες, τι ξενύχτια-υπερπαραγωγές, τι φασαρίες και ταβερνόξυλα, τι μπίζνες και ντηλ, τι λεφτά και δάφνες και μετάλλια. Αυτός εκεί, πίνει το κρασάκι του, σ’ ακούει, σε κοιτάζει και δεν μιλάει. Τι σκατά ρε πστ, τόσο αδιάφορα είναι αυτά που του λες;
«Τι έχεις ρε καρντάση;» τον ρωτάς τελικά. «Θα σου πω κάτι» λέει επιτέλους και ξέρεις ότι ακολουθεί απίστευτη γιαλομιά. Πολύ ντεκαυλέ ο δικός σου απόψε, τεσπά. «Πες το», αποφασίζεις. «Την Αθηναία την θυμάσαι ε;». Ωχ, σκέφτεσαι, τώρα μάλιστα. «Ναι», του λες. «Τόσα χρόνια μαζί της τι έμεινε, μου λες;» Πάλι τα ίδια. «Τό 'παμε ρε αδερφέ, τα πήρε η νύχτα. Από τότε πέρασες τόσα και τόσα, εκεί έχεις κολλήσει;». «Και τα άλλα τα πήρε η νύχτα, δεν το βλέπεις; Και τα δικά σου το ίδιο.» «Ναι, αλλά εγώ έχω τις αναμνήσεις μέσα μου, για σένα δεν ξέρω, εγώ είμαι γεμάτος.» «Γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει» σου πετάει και σε καρφώνει.
Κι ύστερα, κοιτώντας κάπου αλλού: «Άκου το τραγούδι: 'Κέρνα με να σε κερνώ και μη ρωτάς τι μένει, στης μάνας γης την αγκαλιά η αλήθεια είναι κρυμμένη…'»
Και το σκοτάδι απλώνεται πάνω στις πόλεις και τους δρόμους μας.
Και μέσα σου.
(ποιο; πάλι στον σακαρον το πάρε ρε;)