Βήχας σημαίνει να μιλάς πολύ και να κελαηδάς χωρίς να σου πρέπει.
Θα μας πεις τελικά πώς μπαίνουν μήδια στα σχόλια ή θα πεθάνουμε με την απορία;
Αναφερόμην στα bleu-noir βρε βράστα που και καλούα είναι ιδανικά για να δηλώσουν «Μπορεί να μην σε έχω, αλλά δεν θα σταματήσω να σε σκέφτομαι». :)
Να ξαναγυρίσουμε πονηρέ μου στο θέμα απο το οποίο ξεκινήσαμε - η μακαρονάδα ετέθη παρεμπιπτόντως.
α. Ναι, η ερμηνεία που δίνω είναι καθαρά προσωπική με βάση την κοινή λογική και τις πενιχρές ιστορικές μου γνώσεις. Δεν έχω κάνει κάποια ειδική έρευνα, απλά εμπιστεύτηκα το αισθητήριό μου.
β. Όσον αφορά τη συνομιλία μου με τον ασίκη τον ανθοπώλα, ίσως δεν ήμουν αρκετά σαφής. Παρέλειψα να αναφέρω πως ο τύπος διαρκώς επαναλάμβανε πως τα συνηθισμένου χρώματος τριαντάφυλλα (κόκκινα, άσπρα κλπ) καλλιεργούνται και στο Ελλάδα, γι' αυτό και είναι φτηνά και τα προτιμά όλος ο κόσμος. Ενώ τα γαμίδια τα μαύρα (κάτι σε blue black για την ακρίβεια) είναι αποκλειστικώς και μόνον εισαγόμενα, εξού η τσουχτερή τιμή τους και η μειωμένη διαθεσιμότητά τους. Επιστέγασμα του λογυδρίου του περί της «αυτοχθονίας» των κοκκινοάσπρων και της «ετεροχθονίας» των κυριλάουα μαύρων, ήταν η επωδός «θα τα πληρώσεις βαπόρι». Νομίζω είναι σαφές.
Και, όχι δεν τα πήρα, ήθελε τρεις βδομάδες αναμουνή ;)
@ Hodjas
Tα στερεότυπα και τους μύθους που αναφέρεις τα γνωρίζω πολύ καλά και δεν τα αγνοώ, η δε σλανγκ αρέσκεται κατά κανόνα να τα αναπαράγει. Άρα το αφήνουμε κι αυτό εκεί που βρίσκεται.
Πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη σου Βράστα. Έχω ορισμένες ενστάσεις, να επισημάνω ωστόσο καταρχήν -αναστοχαστικά- το πόσο εντυπωσιακά διαγράφεται ο γνωστικός ή/και βιωματικός ή/και ιδεολογικός ορίζοντας του καθενός από μας που συμμετέχει στην ωραία αυτή συζήτηση.
Το βαπόρι ως συνεκδοχή για το κράτος; Χμμ... Δελεαστική ερμηνεία, που έχει ωστόσο το μειονέκτημα να είναι λιγότερο οικονομική απο οντολογικής πλευράς σε σχέση με τη δική μου. Προϋποθέτει δηλ. ένα μεγαλύτερο αριθμό οντοτήτων για να εξηγήσει (εν προκειμένω το κράτος, τα καρτέλ κλπ). Άρα αγαπητέ είμαι υποχρεωμένος να σου προτείνω το γνωστό gillette του Όκαμ...
Δεν ειδικεύομαι στα της οικονομίας, θαρρώ ωστόσο πως η έκφραση ανατρέχει σε ένα παρελθόν αρκετά παλαιότερο της μερκαντιλιστικής-προστατευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Ο ελληνικός 19ος αιώνας ήταν ως γνωστόν ακραία φιλελεύθερος όσον αφορά τα της οικονομίας. Τουλάστιχον ως τις πρώτες προσπάθειες να συσταθεί μια εμβρυώδης ελληνική βιομηχανία γύρω στα 1870, δεν υπήρχε τίποτα ουσιαστικά να προστατευτεί... Η αγορά λειτουργούσε σύμφωνα με τους «φυσικούς» της νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Ο προστατευτισμός είναι φαινόμενο οψιμότερο, του 20ου κυρίως αιώνα.
Η ίδια η λέξη παπόρο (ιταλικής προφ προέλευσης) συνηγορεί σε όσα λέω περί μιας προνεωτερικής περιόδου κατά την οποία το εισαγόμενο ταυτιζόταν με το πανάκριβο. Η ιταλική ναυτική ορολογία διείσδυσε στον ελλαδικό χώρο και το εγχώριο λεξιλόγιο σε πολύ πρώιμους καιρούς, από τότε που η γεια-σου-χαρά-σου-Βενετιά διαφέντευε στις ελληνικές θάλασσες. Απο τη δε Βενετιά ήταν κατεξοχήν που κατέφταναν στα καθ' ημάς τα πλέον ποθητά καταναλωτικά αγαθά: πολύτιμα υφαντά, γυαλικά και άλλα objets d' art, περίτεχνα έπιπλα, πανάκριβα βιβλιαράκια απο τα τυπογραφεία της κ.ο.κ. Κοιμήσου και παράγγειλα στη Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου.. Τυχαίο; Δε νομίζω.
@ betatzis.
H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι... Επομένως, αν θέλω να φάω «καραβίσια» στο σπιτάκι μου θα την πληρώσω κυριολεκτικά βαπόρι (αυτό το οποίο ψάρεψε τα θαλασσινά), ενώ αν τη φάω πάνω στην τράτα μας την κουρελού μαζί με τα ναυτόπουλα δε θα πληρώσω τίποτα (άντε να τσοντάρω κανα κρασί που θα 'χω φέρει μαζί μου)...
Καταρχήν, ωριαία (sic) συζήτα, ας είναι καλά ο βράστας που έδωσε το έναυσμα.
Μιλάμε όμως ανάκατα για τρείς διαφορετικές εκφράσεις:
α) βαπορίσιο (γραμματικώς επιθετικός προσδιορισμός), με την έννοια του πολύ ακριβού.
β) βαπόρι, (γραμματικώς επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου ή/και του ποσού αν δεν απατώμαι), πάλι με την έννοια του πολύ ακριβού.
γ) βαπορίσιος ή καραβίσιος καφές, αποκλειστικώς με την έννοια του προχείρως παρεσκευασμένου. Αυτή η χρήση ουδεμία σχέση έχει με τις δύο προηγούμενες, όπως σωστά επισημαίνει το πονηρό. Εδώ νομίζω πως συμφωνούμε όλοι και πως περαιτέρω ανάλυση περιττεύει.
Ο χαρακτηρισμός βαπορίσιος αναφέρεται προφ στην τιμή πώλησης, όπως πάλι σωστά επισημαίνει το πονηρό, το θέμα ωστόσο έγκειται στην απώτερη προέλευση της έκφρασης. Το πώς δηλ. κατέληξε να θεωρείται ακριβό το σχετιζόμενο με τα καράβια. Και ποιά είναι τελοσπάντων αυτά τα καράβια -γιατί σίγουρα δεν μπορεί να είναι όλα.
Εξακολουθώ να επιμένω στην άποψή μου πως αρχετυπικά, ας πούμε, το εισαγόμενο ταυτίζεται με το ακριβό. Άσχετα αν με την πρωτόφαντη ανάπτυξη των συγκοινωνιών και μεταφορών τα τελευταία 150 χρόνια η σχέση αυτή τείνει να αντιστραφεί. Σε μια κατ' ουσίαν προνεωτερική κοινωνία -όπως η ελληνική έως τα μέσα του 19ου αιώνα- οποιοδήποτε καταναλωτικό αγαθό συνέβαλλε σε αυτό που αποκαλούμε «ποιότητα ζωής» ερχόταν πάντα απο τη θάλασσα και ηταν πανάκριβο. Τα παραδείγματα πάμπολλα και γνωστά τοις πάσι: πολύτιμα υφαντά και μεταξωτά απο την Κίνα, μπαχάρια απο τις Ινδίες ή τα νησιά του Ειρηνικού ή δεγκζέρω απο πού αλλού, γούνες απο την Αλάσκα και τη Ρωσία, χρυσάφι και πολύτιμοι λίθοι απο την Αμερική και -πιο πρόσφατα- αυτοκίνητα και λοιπές ηλεκτρικές συσκευές απο τας προηγμένας της Εσπερίας χώρες.
Ίσως έκανα λάθος προηγουμένως που απέδωσα την ακρίβεια των εισαγόμενων αγαθών αποκλειστικά στο κόστος μεταφοράς. Τα εισαγόμενα δεν ήταν ακριβά μόνο λόγω μεταφορικών, ήταν ακριβά καθεαυτά καθότι πολύ απλά η εγχώρια αγορά δεν διέθετε τη δυνατότητα να τα παράξει. Σκεφτείτε τις δεκαετίες του 50 και του 60, όπου ελάστιχοι προνομιούχοι διέθεταν τηλεόραση, ηλεκτρικό ψυγείο ή αυτοκίνητο - όλα αγαθά εισαγόμενα και πανάκριβα. Ή -για να ξαναπάμε στο 19ο και 18ο αι.- οι εντυπωσιακές λαϊκές ελληνικές φορεσιές που θα δείτε σήμερα π.χ. στο μουσείο Μπενάκη, έγιναν όλες με σπάνια υλικά που κατέφτασαν με το καράβι απο τα πέρατα του κόσμου, για τα οποία ο πλουτίσας καραβοκύρης πλήρωσε μια μικρή περιουσία και περίμενε ένα σεβαστό χρονικό διάστημα. Τα δε σωρηδόν εισαγόμενα κατεψυγμένα κρέα που αναφέρει το πονηρό είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, που κατέστη εφικτό χάρη στις νέες τεχνολογίες διατήρησης τροφίμων και τα ρέστα.
Όσον αφορά την ερμηνεία που θέλει να χαρακτηρίζονται ως βαπορίσια (με την έννοια του υπέρμετρα ακριβού) τρόφιμα και ποτά που σερβίρονται σε πλοία, αερόπλανα, λιμάνια κλπ, θαρρώ πως αποτελεί κλασική περίπτωση ερμηνείας a posteriori, που απλά τυχαίνει να ταιριάζει γάντι με τις σημερινές συνθήκες τις οποίες όλοι βιώνουμε και μας τσατίζουν. Έπαναλαμβάνω οτι σε προνεωτερικές εποχές το κάθετι που κατέφτανε με το βαπόρι ήταν ακριβό, είτε με τη στενή έννοια του χρηματικά ακριβού, είτε με την ευρεία έννοια του πολύτιμου για την επιβίωση αγαθού (σκεφτείτε π.χ. πως ένιωθαν στην Κατοχή όταν έφταναν τα σουηδικά καράβια με τρόφιμα..). Ακριβός σημαίνει γενικά πολύτιμος ακόμη κι αν δεν αποτιμάται εις χρήμα, π.χ. μονάκριβή μου θυγατέρα κλπ.
Και τέλος το παράδειγμα χρήσης που ζήτησε το πονηρό: αυτό με τα μαύρα τριαντάφυλλα που ανέφερα στο πρώτο σχολιάκι μου. Πήγα προσφάτου σε ανθοπωλείο της γειτονιάς να πάρω τριαντάφυλλα για φίλη που γιόρταζε και ζήτησα τα καλύτερα, που απο ό,τι είχα ακούσει είναι τα περίφημα μαύρα. Και ο ανθοπώλας μου εξήγησε πως για τα μαύρα πρέπει να κάνει ειδική παραγγελία κανα μήνα πριν, διότι ως σπάνια ποικιλία είναι ακριβότερα και λίγοι τα αγοράζουν. Τα μαύρα τριαντάφυλλα δηλ. δεν έρχονται μαζικά όπως π.χ. τα κόκκινα ή τα λευκά που έρχονται τακτικά και τα ψωνίζει όλος ο κόσμος (όπως ακριβώς τα κατεψυγμένα κρέα του πονηρού) αλλά η διάθεσή τους ρυθμίζεται με τους, ας πούμε, παλιούς ή παραδοσιακούς κανόνες περί εισαγομένων προϊόντων: ο διαθέτων τα επιπλέον προς κάψιμο γκαφρά τα παραγγέλλει ειδικώς για την πάρτη του, προκειμένου να κάνει εντύπωση στο πρόσωπο. Τα λόγια του (ψιλοβαρύμαγκα) ανθοπώλα ήταν περίπου τα εξής: φίλε μου αν θες σώνει και ντε μαύρα για να κάνεις το κομμάτι σου μπορώ να στα φέρω ειδικά για σένα απο Ολλανδία και να ξέρεις θα τα πληρώσεις βαπόρι.
Η δε ερμηνεία οτι το θα το πληρώσεις βαπόρι σημαίνει θα το πληρώσεις τόσο ακριβά που είναι σα να αγοράζεις βαπόρι είναι, κατά συνέπεια, αστήρικτη.
Βράστα μάλλον έχεις δίκιο... Ο υπάρχων ορισμός περιέχει ουκ ολίγα λάθη και ανακρίβειες.
α. Οι ακριβές τιμές στις οποίες αναφέρεται η έκφραση δεν είναι καθόλου άνευ λόγου. Ίσα-ίσα, είναι απόλυτα δικαιολογημένες διότι τα εν λόγω προϊόντα είναι εισαγόμενα. Άλλο το αν για κάποιους λόγους τα εισαγόμενα είναι ενίοτε πιο φθηνά απο τα εγχώρια. Αυτό, ακόμη κι αν σήμερα συμβαίνει κατά κόρον, εξακολουθεί να αποτελεί τρόπον τινά την εξαίρεση. Ο κανόνας λέει απλά πως ό,τι έρχεται απο μακριά είναι πιο ακριβό λόγω του επιπρόσθετου κόστους μεταφοράς.
β. Αυτό ακριβώς (εισαγόμενος) σημαίνει κατά κυριολεξία η λέξη βαπορίσιος. Παραδοσιακά, όλα τα εισαγόμενα αγαθά κατέφταναν με το βαπόρι. Η θαλάσσια οδός αποτέλεσε διαχρονικά την πλέον προνομιακή εμπορική οδό. Μέχρι πολύ πρόσφατα οι χερσαίες μεταφορές ήταν εξαιρετικά χρονοβόρες και οικονομικά εντελώς ασύμφορες, εκτός αν αφορούσαν πολύτιμα αγαθά μικρού όγκου π.χ. μπαχαρικά. Βαπορίσιο λεπόν δεν είναι αυτό που πουλιέται εν πλω στα επιβατηγά πλοία (αν είναι δυναμόν!) αλλά αυτό που μεταφέρεται ως εμπόρευμα με φορτηγά πλοία.
γ. Καθόλου δεν υποδηλώνει το επίθετο βαπορίσιος την χαμηλή ποιότητα. Τουναντίον, όπως φαίνεται και απο το παράδειγμά μου, τα βαπορίσια αγαθά είναι συνήθως άλφα-άλφα.
δ. Καμία σχέση δεν υπάρχει ανάμεσα στο βαπορίσιο ως εισαγόμενο και άρα ακριβό λόγω κόστους μεταφοράς και στον βαπορίσιο καφέ που (σε οποιοδήποτε πλοίο) παρασκευάζεται δι' απλού ανακατέματος λόγω ελλείψεως σχετικών συμπραγκάλων. Βαπορίσιο καφέ (αχτύπητο) μπορείς να πιείς και στο σπίτι σου, π.χ. εγώ έτσι πάντα τον πίνω λόγω βαρεμάρας (που να χτυπάς και να χτυπιέσαι τώρα...)
Και πιο απλά βαπόρι
Αν θες μαύρα τριαντάφυλλα, να ξες οτι είναι εισαγόμενα και θα τα πληρώσεις βαπόρι.
Βαθειά-ξεβαθειά ο μηχανόβιος μια αλητεία πρέπει να την έχει αλλιώς ας το αφήσει το άθλημα και να πάρει κανα φλωρο-σκούτερ να πηγαίνει στη δουλεία του το πρωί..
Α, κι αυτό το ένα ράφι παραπάνω ίσως αξίζει ανέβα, αν βαριέσαι κλπ δώστο στον κάβουρα.
Στος ο Ντεσπέ. Είναι δύσκολο να βρεις κάποιον με πολεμικό Motard που να μην είναι πειραγμένος στον εγκέφαλο.
κρύβε λόγια ;)
Επίσης: πάω να ξοφλήσω ένα γραμμάτιο που έχει διαμαρτυρηθεί.
Και να προσθέ οτι το νούμερο 2 είναι κατά κύριο λόγο -αν και όχι αποκλειστίκαλλυ- γκεουλίστικη και γυναικουλίστικη έκφραση (κατά κόρον χρήση στο Συνουσία και η Πόλη).
ανχελίτο μου τη λες αν κατάλαβα;
Για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο, δια στόματος Πυθίας (Α', 47, 3):
οἶδα δ᾽ ἐγὼ ψάμμου τ᾽ ἀριθμὸν καὶ μέτρα θαλάσσης,
καὶ κωφοῦ συνίημι, καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω.
ὀδμή μ᾽ ἐς φρένας ἦλθε κραταιρίνοιο χελώνης
ἑψομένης ἐν χαλκῷ ἅμ᾽ ἀρνείοισι κρέεσσιν,
ᾗ χαλκὸς μὲν ὑπέστρωται, χαλκὸν δ᾽ ἐπιέσται.
Καρότα παίρνουμε και από πετρώματα καθώς και απο παγετώνες, για λόγους χρονολόγησης και ανάπλασης του γεωλογικού παρελθόντος.
O Μπάμπης, αλλά και πολλοί άλλοι, συμφωνούν στο οτι το γκάγκαρο ήταν ένα είδος παλουκιού με το οποίο αμπάρωναν οι αυλόπορτες των επί τουρκοκρατίας αθηναϊκών αρχοντόσπιτων... Αυτά διέθεταν κατά κύριο λόγο οι παλιές αθηναϊκές οικογένειες, π.χ. των Μπενιζέλων. Και στο αφιέρωμα της Καθημερινής (Επτά Ημέρες) για την Αθήνα του κλασικισμού όλοι οι συγγραφείς συμφωνούν (παραθέτω απο μνήμης) πως γκάγκαροι ήταν οι ''αυτόχθονες'' ή έστω αυτοί που περνιόνταν για αυτόχθονες...Όχι οι αρβανίτες... Αυτά τα ολίγα..
Το πόιντ είναι πως η συζήτηση είναι περί οπής, το λήμμα είναι πλήρως λεξικογραφημένο και άρα περιττεύει εδώ. Όσο για τις βιβλιογραφίες και τα άλλα ηχηρά παρόμοια, δεν εντυπωσιάζουν πλέον κανέναν, το ξέρουμε όλοι οτι εδώ έχουμε μαζευτεί οι μισοί και βάλε φωστήρες της οικουμένης...
(Χότζα σε εκλιπαρώ ειλικρινά μη γράψεις κανα λαογραφικό σεντόνι σαν το προηγούμενο του αβγού)
Υπολογίζω πριν καμιά δεκαριά χρόνια, γύρω στο 2000, πρέπει να έγινε αυτή η μετάπτωση απο το «εμείς» και «εσείς» στο «εγώ» και ''εσύ«. Άλλος κανείς τι λέει;
Diuturni silentii slanges conscripti, quo eram his temporibus usus non timore aliquo, sed partim dolore partim verecundia, finem hodiernus dies attulit, idemque initium quae vellem quaeque sentirem, meo pristino more dicendi.
Γιατρέ μου χτύπησες ευαίσθητη φλέβα με τη διάκριση. Εννοώ της κατάποσης σπέρματος απευθείας απο την πηγή και της κατάποσης κατόπιν μεσολάβησης ποτηρακίου. Όσες φορές προσεπάθησα να μεταβώ απο το πρώτο στο δεύτερο συνάντησα ευγενική μεν, σθεναρή δε άρνηση του καυλακίου μετά του οποίου η συνεύρεσις. Ποία εστί η διαφορά εις το ακατοίκητο -κατά κανόνα- μυαλό τους, πολλάκις ανερωτήθην. Κρίσιμος είναι εν προκειμένω η απομάκρυνσις εκ του σώματος. Όσον μεγαλυτέρα η απομάκρυνσις -χρονικώς ή τοπικώς- τόσο περισσότερο οδηγούμεθα στον φετιshισμό. Είναι κάτι σαν τα μαλλιά ή τα νύχια ή και το δέρμα. Όλα αυτά δικαιούσαι να τα θαυμάζεις και να τα θωπεύεις καθόσον ευρίσκονται εν τη ιδιοκτητρία τους, άπαξ όμως και αποχωρισθούν / αποκοπούν, κινδυνεύεις να θεωρηθείς άκρως ανώμαλος σε περίπτωση που συνεχίσεις να ασχολείσαι με αυτά. Διακρίνω λοιπόν μια προσκόλληση στην έννοια του προσώπου, ήτοι προσκόλληση σε έναν υποτιθέμενο πυρήνα «ανθρωπινότητας» (κατά το αριστοτελικό σχήμα ουσίας και συμβεβηκότων) η οποία αφ'εαυτής έχει ιδεολογικά και κατ' επέκταση φετιshιστικά χαρακτηριστικά. Ο φετιχισμός του υποκειμένου, η αφελής και θεολογική πίστη στην ύπαρξη ενός «κέντρου» του οποίου μετέχουν και γύρω απο το οποίο περιστρέφονται όλα τα υπόλοιπα δευτερεύοντα γνωρίσματα, υλικά και πνευματικά.
À Bientôt!!
ευριπίδη ωραίο μηδάκι. Υπάρχει όντως τέτοιο μπλουζί ή είναι φωτοσοπιά;
βρε μανία πουχεις με τον μπουμπι ρε φιλε ήμαρτον πάει αυτός, λαστ γήαρ δόξασοι γλιτώσαμε
Σ' ένα πύργο ψηλό να διατάζεις...
Δηλαδή αν οι πινακίδες έγραφαν Π. Τσαλδάρη, αυτό θα ήταν αυτομάτως αστείο; Δε νομίζω.. Μια νοητική επεξεργασία / διαμεσολάβηση λαμβάνει χώρα σε κάθε περίπτωση...
Και δεν αμφισβητώ οτι το λέγατε, ωστόσο:
Ένα αστείο πρέπει, νομίζω, να είναι στοιχειωδώς επικοινωνήσιμο. Να είναι δλδ σε θέση, αντικειμενικά, το εκάστοτε θύμα-αποδέκτης του αστείου -οι γιαγιούμπες εν προκειμένω- να συλλάβει την ουσία του. Έστω και σε δεύτερο ή τρίτο ή τέταρτο χρόνο, μετά δλδ το πέρας του αρχικού εκνευρισμού. Διότι, οκ, το καταλάβαμε οτι μας κοροϊδεύουν τα τσογλάνια / τα κωλόπαιδα / τα κακοαναθρεμμένα. Αλλά επί ποίω πράγματι;
Αν ο αποδέκτης του αστείου δεν είναι αντικειμενικώς σε θέση να καταλάβει που έγκειται, τότε μιλάμε απλά για αυτό που οι αγγλοσάξοι ονομάζουν practical joke ή αλλιώς gag. Ωμή και βίαιη χοντροκομμένη πλάκα, ενδοπαρεϊκής καταρχήν κατανάλωσης. Την οποία δεν καταδικάζουμε (κάθε άλλο), τίθεται ωστόσο ζήτημα καταχώρισης.
Vrasta θξ φορ δη μάσσελ.
Προτείνω να γράψουμε εδώ ο καθένας -σύμφωνα με τις δικές του εμπειρίες- σε τι ποσοστό επί του συνόλου καταπίνουν οι γυναίκες τα χύσια; Πιο απλά, πόσες τα πίνουν και πόσες όχι; Μία στις δύο; Μία στις τρεις; Μια στις δέκα; Για μένα η απάντηση είναι μια στις πέντε...
Χαιρετίζουμε επιτέλους τη στιγμή της -έστω σταγονοειδούς- αυτοκριτικής! Γιατί θα ήταν στ' αλήθεια οξύμωρο, η συγγραφεύς μακροσκελών και οιονεί αυτοβιογραφικών πονημάτων του τύπου αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο, Μικρό Μαύρο Φόρεμα, μαγειρεύω ένα καλό γεύμα (και άλλα ων ουκ έστιν), να νουθετεί ματερναλιστικώς άλλους μακρηγορούντες...
Αχαχα το είχα πει σε μια γκόμενα που με παράτησε, και καλά οτι αν συνεχίσεις τις πουτανιές θα βρεθεί κανας πιο ψυχάκιας απο μένα και θα παρει εκδίκηση για όλους τους προηγούμενους πακέτο
Ρίξτε και μια ματιά στο «Αι Συνέπειαι της Αποχής εκ του Σεξ κατά την Προ την Εμμηνόπαυση Περίοδο», Πρακτικά Ζ' Γυναικολογικού Συμποσίου, τόμος Γ', Καμένα Βούρλα 12/3/1968 - 17/3/1968, σελ. 178-185.
Κάποιοι φαίνεται πρέπει να διαβάσουν το βιβλίο «ο Αυνανισμός Πέραν Μιας Ηλικίας», εκδόσεις Κάχτος, Αθήνα 1933...
Πολύ καλό ρε αγόρι, μπράβο!
Παίδες μην εξάπτεσθε, ας δούμε και τα θετικά του πράγματος, όπως είπε και ο Αλίβε...
Λοιπόν, αυτοί οι πλανόδιοι μικροπωλητές συχνά είναι εξαιρετικά εφευρετικοί στα στιχάκια που πλάθουν για να προσελκύσουν την προσοχή του αγοραστικού κοινού. Με τη συνεχή επανάληψη ο μικροπωλητής ταυτίζεται με το πετυχημένο «σύνθημά» του, το οποίο και γίνεται ένα είδος σήματος κατατεθέντος του. Ένα πολύ καλό τέτοιο «σήμα κατατεθέν», το οποίο μου είχε κολλήσει για καιρό (και ήταν όντως λογοπαίγνιο), ανήκε σε πωλητή παρεό στην παραλία και ήταν το εξής: Παρεό έχω, παρέα δεν έχω! Όλοι διασκεδάζαμε με τον πωλητή και τις φωνές του, επινοώντας παραφράσεις του συνθήματός του, π.χ. παρεό έχω, γκόμενα δεν έχω κλπ. Δημιουργείτο μια εύθυμη ατμόσφαιρα, η οποία, φευ, είχε τη σκοτεινή της πλευρά: ένας μεροκαματιάρης βιοπαλαιστής να τριγυρνά πάνω κάτω στην παραλία, μες το λιοπύρι του καλοκαιριού, και να γκαρίζει διαλαλώντας την πραμάτειά του τη στιγμή που οι υπόλοιποι διακοπευόμασταν. Υπό αυτή την οπτική, το έξυπνο μότο του πωλητή άρχιζε να εκλαμβάνεται όχι πλέον ως λολοπαίγνιο αλλά ως στυγνή κυριολεξία. Ένας άνθρωπος του μόχθου, φτωχός και μόνος, έβαζε τα δυνατά του να τραβήξει την προσοχή μας και να κερδίσει τον επιούσιο. Το ευφυολόγημά του έπαιρνε μια σπαρακτική χροιά. Άνθρωποι μονάχοι, όπως έλεγε κι η Μοσχολιού...