Μα εδώ σε θέλω... Κανείς δεν πρόκειται να γράψει ποσό μισθού και ΑΠΥ κτλ, αλλά κάτι σε «εξαιρετικό περιβάλλον εργασίας» (λέγε με cubicle), «ελεύθερο ωράριο» (μόνο προς τα πάνω), «ικανοποιητικές αποδοχές» (για την τσέπη του εργοδότη), «προοπτικές εξέλιξης» (απο ψάρι σε δεινόσαυρο-μέχρι τον πίθηκο έχουμε καιρό), «bonus» (malus), «στέλεχος» (δηλ. υποχρεώσεις και ωράριο μέλους Δ.Σ. με μισθό αποθηκάριου) κλπ-κλπ.
Να τη φας και να' ναι κρύα...
Τί λε ρε φίλο! Πρώτη φορά τ' ακούω. Λες να βγαίνει απο την εκδοχή αυτή, η ακατάληπτη έκφραση «έφαγα μανίκι», «είναι μανίκι η δουλειά» κλπ, όπου μανίκι = δυσκολία (πούτσα).
Αν ισχύει, έλυσες ζήτημα 2 αιώνων...
Καρασπέκ! Αυτό κι αν είναι κλασσική αργκό *****
Επί οικουμενικής το πήρες;
Σωστόστ!
Σημειωτέον, το «φούσκωμα» του περιεχομένου των βιογραφικών είναι ευθέως ανάλογο προς την υποκρισία του job description της θέσης...
Μπράβο ρε γιατρέ!
Πολύ ωραία η σύλληψη και το τραγουδάκι!
Πώς σου φαίνεται το Janeiro (πορτουγκιέζικη παράφραση);
Ή το Eoin (ay-o-win) Dubh (doo) στα Κέλτικα;
Names of all sorts: You want 'em, we' ve got 'em!
Άραγε, 0,3 σλάνγκ. γκρ ή 0,02 Μπάμπηδες
:-Ρ
Διαφωνώ κάθετα με το ποσταρισμένο σχόλιο (απο το μπλογκ).
[I][...] Την άλλη ημέρα στην Ασφάλεια οι σεσημασμένοι γριλάκηδες
παρόντες για καφέ.
Μετά από κανά δυό ώρες «εντάξει εγώ ήμουνα κυρ αστυνόμε»
και τελείωνε [...][/I]
Τί μαλακίες είν' αυτές;
Στην κλασσική αργκό το ενεχυροδανειστήριο λέγεται και «ακούμπι» και ο Σάιλοκ που σε δανείζει «ακουμπιτζής».
Σωστή η απόχρωση που δίδει ο Τζόνι αν και η έκφραση «του σκάω μπουκέτο» εννοεί την ξερή και απρόσμενη κατεβασιά γρόνθου (τί λέξη!), η οποία χαρακτηρίζεται σλανγκιστί και ως «σκατιά» ή ιδιωματικώς «καταμουτσουνιά».
Επίσης έχω την εντύπωση, αν και λέμε «για πολλά μπουκέτα» ή «τον πλάκωσε στις μπουκετιές», οτι συνήθως το μπουκέτο είναι είτε η εφ’ άπαξ φόρτωση ξυλείας, δηλ. δι’ ενός και μόνου ή το πρώτο αιφνιδιαστικό χτύπημα και ο αντίπαλος ή το βουλώνει ή αντεπιτίθεται (οπότε αρχίζει το εκατέρωθεν πάνω-χέρι απο επί μέρους μπουνίδια / κλωτσίδια / κουτουλίδια / πάλη κλπ, κανένα απο τα οποία όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «μπουκέτο») ή πέφτει σέκος (knock out).
Παρά την οδό (by the way), kick the bucket = κλωτσομπουνίδι, ναί;
(Για να μην ξεχνιόμαστε)...
Αν είναι και τα τρία γιατί να τον φωτογραφίσει;
Α! Τώρα που μου' ρθε στη ντρέλλα: λεχρός / λεχρίτης κλπ < λέχρα (αλλά και λίχρα), μήπως προέρχεται απο τη γνωστή λέρα = βρωμιά με επένθεση του χ ενδιάμεσα, ως επιταττικό όπως ξινίλα => ξινίχλα (η δίφθογγος χλ αποτροπιαστική όπως μπίχλα, χλέπα, χλαμπάτσα, ρούχλα αλλά και κλ ως εν γένει επιταττική όπως γαμίκλας, πουράκλα, ατομάκλα, σπασίκλας κλπ);
Λέω τώρα...
Στην διάλεκτο της Ρώμης, όταν περνάει κανά έμπειρο τεμάχιο, τα αλάνια φωνάζουν πειραχτικά «gaiarda!» = ομορφούλα / μωρό τρελλό κλπ (αντίστοιχα στην Εσπάνια «moza!», αγγλ. «do them legs go all the way up luv;» και τουρκ. «yavrum!» ή «yarma seftali!» κλπ) και της πιάνουνε το κωλαρίνι (όπτιοναλ) με συνεπαγωγή φούσκου ή χαμόγελου.
Πάρε τα 5 Χ 5 απ' τα μπετά, εννοείται δεν το διαβάζω μεσοβδόμαδα, αλλά περιμένω Σάββατο πρωί με καφέο, να πάω σε internet cafe, να πληρώσω για να το διαβάσω, όπως του αξίζει...
Υπ' όψη, ο λεχρίτης ο οποίος επιβιώνει ως επίθετο Λεχουρίτης ίσως παραπέμπει στην όχι άγνωστη στους Έλληνες Λαχώρη της Ινδίας (βλ. και λαχουρί ζωνάρι = παρδαλό, στην παραλογή του «Μικρού Βλαχόπουλου»).
Παίζονται πολλά ταξείδια με τις λέξεις...
Βλ. και ανάλυση εδώ.
Για να δούμε και λέσι = σαρίδι, πτώμα, βρωμιά, άχρηστο φόρτωμα κτλ, λεχρίτης, λέχος-λέχα = σλαβονικό μυθικό όνομα προφ. Λεκ και πήρε να σημαίνει Πολωνοεβραίος ή Πολωνός σκέτος στα ρωσσικά (βλ. Λεκ Βαλέσα) ή Εβραίος σκέτος (βλ. «Βάρδια» Ν. Καββαδία) με υποτιμητική έννοια.
Σχετικά ονόματα:
Lech, Lec, Lek, Laike, Lais, Lake, Lash (English), Lasse (Finnish and Scandinavian), Lauge (Scandinavian), Laz, Ledge, Leks (Estonian), Les (Russian and English), Lewes (English), Lex (English and German), Lexi (English), Lexo (Slavic), Lexy, Lige (English), Lise, and Lluc (Catalan).
Εναλλακτικώς, «θα γίνει του Κβάι»...
Ein Nutzervolk, ein Slang.gr, ein Webschmidt !
Παραλειπόμενο: Η αδελφή του διαβόητου Νίκου Μουσχουντή (Αστυνομικού Δ/ντή της Θεσσαλονίκης σε υπόθεση Πόλκ, Λαμπράκη κ.α. κουμπάρου του Μπιλ Τσίτσα), ήταν η πρώτη αεροπορίνα στην Ελλάδα.
Εκπληκτικό λήμμα!
Πάντως, η μεγαλύτερη καταδίκη είναι να' χεις καμιά Γιαλόμα και τσαούσα πουστομάνα, αγαθοκλή ή μην είδατε τον Παναή ή εκλιπόντα πατέρα και να 'σαι αγόρι (μοναχοπαίδι).
Άρχιζε να μαζεύεις τάληρο-τάληρο στον κουμπαρά σου για την εγχείριση απ' τα 10...
Ήπειρος: Παίρνω κάποιον γκόch (στην πλάτη).