Κιρέτσιλερ επίσης έβρισκες στο Ν. Ηράκλειο (δίπλα στο κερατάδικο).
Ιστορική μάρκα του Καρέλια της δεκαετίας 1990 (μόνο) ήταν τα ασύγκριτης κομψότητας Earl of Weldon (πράσινο/βαρύ & καφέ/ελαφρύ).
Νοσταλγικά τσιγάρα εν Αλβιόνι: Woodbines (χύμα) και Senior Service (του ναυτικού).
Σημερινές εγγλέζικες βρωμόσκουπες είναι τα Sovereign, Mayfair, Winchester, Vantage, Skye κ.α.
Στο βιβλίο περί της ιστορίας της ευρωπαϊκής υγιεινής «το καθαρό και το βρόμικο» (Georges Vigarello 2000), λέγεται οτι μείζονα ρόλο έπαιξε η αλλαγή στην αντιμετώπιση της βουβωνικής πανώλης και η εγκατάλειψη της Ιπποκρατείου μεθόδου. Αληθεύει;
ευ=ξε
Π.χ.
ευκωλάκι=ξεκωλάκι
ευμπούρδελο=ξεμπούρδελο
ευ αγωνίζεσθε=ξεκωλιαστείτε να πάρετε μετάλλιο
ουκ εν τω κωλλώ το ξε, αλλά τω ξε το κωλί
κ.α.
Περί των συνεπειών της συγχρωτίσεως εντοπίων και αστών, κατά τας θερινάς διακοπάς (μόνον των τελευταίων), «το κορίτσι με τα μαύρα», είναι αρκετά κατατοπιστικό...
Τον βάζεις μπρος αν έχεις τον κώλο πίσω
Παρεμπιπτόντως, τα πακέτα τσιγάρα μέχρι και τον ΒΒ ΙΙ, είχαν μέσα 22 τσιγαράκια.
Κάποιο ίδρυμα της Φρειδερίκης επινόησε τότε την υποχρεωτική αφαίρεση 2 απο κάθε πακέτο (για τα τσαμένα τα φανταράκια στο μέτωπο του Γράμμου-δεν έφταναν ποτέ).
Απ' ό,τι φαίνεται δεν έχει εισέτι τελειώσει ο Εμφύλιος...
Άπαιχτοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο
Τώρα το' δα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
(Να πώ κι εγώ τη μαλακία μου):
Ζάχος Χατζηφωτίου: Τον καιρό που θυμάμαι εγώ την Αθήνα, ήταν δάσος κι έχεζαν οι αρκούδες
Μαρία Ρεζάν: Με ρώτησε τότε λοιπόν ο Καραμανλής «Μαρία, ποιός χέζει τελικά σ’ αυτό το δάσος;»; κι εγώ του απήντησα «μα, οι αρκούδες κύριε Πρόεδρε»
Πανίκας: Σαν τις κουράδες που αφήνουν οι μακεδονίτισσες αρκούδες στο Σεϊχ-Σου, δεν έχει πουθενά
Λάσκος: Η αρκούδα δεν είναι αρκούδα, αλλά το ανιμιστικό τετράποδο R («αρ»-δηλαδή το ετρουσκικό ρο [URL=]EtruscanR-01.svg[/URL]=τέσσερα) + κ’ ούδα (αρχ. σύντμηση=και ουκ οίδα) που κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα σημαίνει «δεν ξέρω πού παν τα τέσσερα»=απορώ.
Χ-έζω= λατινικό ex + έζομαι (<έδρα)=κάθομαι, δηλαδή είμαι πρώην καθιστός, άραγε όρθιος/ορθός.
Δάσος=Δα (>Δαμάτερ=γή) + το σήμα κινδύνου των Πετσενέγων sos (δηλαδή η αντίστοιχη οριζόντια παράγραφος § των Χαλδαίων), που ερμηνεύεται κατά τους Σχολαστικούς ως «σώστε τη γή γιατί παραγράφεται»=εξαφανίζονται τα είδη του ζωικού βασιλείου, εξ ου και το πανάρχαιο σύμβολο-αρκουδάκι των οικολόγων της WWF, που σώζεται ανάγλυφο στη στήλη της Ουρούκ.
«Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος», λοιπόν κατά το Ορφικό τελετουργικό σημαίνει:
«Ορθώς απορούμε πού πάν οι αρκούδες»...
Θνξ Μεσούλα! Είναι απόλαυση τα σχόλια εκεί!!!!!!!!!!!!!!!
Σύνθημα «και τώρα πάλι Ντόρα» (Ευρυτανία)
Κατ' αρχάς, εύγε Αίας, δια το μπάνικον λημματάκιον, που έθεσες υπ' όψιν των ημετέρων συσσλανγκιστών.
Εξ άλλου, υφίσταται και η γνωστή «καπότα δολοφόνος» (πουστλέ κόμιξ υπό του Ralph König).
Το ερώτημα που θέτεις, είναι ένα σακκάκι με πολλές φόδρες. Π.χ. τίθενται ζητήματα συρροών (π.χ. «ψωλοφαρμακώνω και ταυτόχρονα τσουρνεύω»), συμμετοχής στο έγκλημα (π.χ. «γάμα τον το μπούστη»!=ηθικός αυτουργός, «είδα φώς και μπήκα»=παραυτουργός, «γάμα εσύ κι εγώ του/της κρατάω τα πόδια»=άμεσος συνεργός κλπ), δικαιώματος εγκλήσεως και παραστάσεως πολιτικής αγωγής («τον έφαγα και μου άρεσε»), συνυπαιτιότητος («ξύνεσαι μόνος σου στη γκλίτσα του τσομπάνη»), προσταγής («γάμα ή σε πυροβολώ»), νομίμου αμύνης («γάμα με ή σε πυροβολώ»), ουσιώδους αποκλίσεως εκ της αιτιώδους συναφείας («ο αιμορροφιλικός κίναιδος απέθανεν ουχί εκ του δηλητηρίου παρ’ εκ του ξεκωλιάσματος») κ.α.
Ας αποκοτήσωμεν επιστημονικήν προσέγγισιν του φαινομένου:
Τα αδικήματα τελούμενα διά γενετησίων πράξεων, παρουσιάζουν εγγενείς δυσχερείας διακριβώσεως των διαμειφθέντων, δεδομένης της αυστηρώς ιδιωτικής φύσεως των κολασίμων πράξεων ή παραλείψεων του δράστου.
Η έγκαυλος πυρετώδης κατάστασις δεν συνεκτιμάται ως ελαφρυντική περίστασις του άρθρου 84 Π.Κ., αλλά δύναται να στοιχειοθετήση λόγον περιορισμού ή αποκλεισμού του καταλογισμού ένεκα νοσηράς διαταράξεως της συνειδήσεως του δράστου (ήτοι «δεν πάει άλλο-πρέπει να γαμήσω»! 34 Π.Κ.).
Προφανώς και η περιεκτικότης της τσουτσούς του φαρμακοψώλου εις δηλητήριον, θα πρέπει να αποτελή αντικείμενον ποσοτικής και ποιοτικής διαβαθμίσεως (π.χ. ως προς την τοξικότηταν, το εκάστοτε βάρος ή την πυκνότηταν τις ουσίας κλπ), αλλά και τας ειδικάς περιστάσεις τελέσεως του αδικήματος (π.χ. ξενύχτης ή ασθενής ή καπνιστής ή υπο την επήρρειαν ουσιών ψωλοφόνος δεν δύναται ενδεχομένως να αποκτείνη το θύμα με εφάπαξ κουραβέλταν).
Άλλωστε, το Δικαστήριον θα πρέπει να διατάξη διενέργειαν ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, εκ της οποίας να προκύπτουν τα ανωτέρω, αλλ’ ιδίως κρίσιμον στοιχείον είναι και η διακρίβωσις της εκ γενετής ή η επικτήτου φαρμακερής ιδιότητος της πούτσης του φέροντος, δεδομένου οτι εις την δευτέραν περίπτωσιν ούτος τελεί κατά τεκμήριον εν αγνοία, όθεν η απαλλαγή ενδεχομένως εκ των κατηγοριών ελλείψει υπαιτιότητος (πραγματική πλάνη ήτις αποκλείει τον καταλογισμόν κατ’ άρθρον 30 Π.Κ.) εφ’ όσον εγάμησεν και εφόνευσεν άπαξ.
Κατά τούτο, η αιτιότης της συμπεριφοράς του δράστου, δέον όπως παραβληθή κατ’ αναλογίαν προς το σκοπούμενον αποτέλεσμα της συνουσίας.
Ούτω διαφοροποιηθήτωσαν λ.χ.:
Αν ο πουτσούχος εν γνώσει της φονικής ιδιότητος της τσαπούς του, σκοπεί την φόνευσιν της/του συνεύνου του και το καταφέρη (ήτοι «μωρή κουφάλα, θα δείς τί θα πάθης!») τότε έχομεν ανθρωποκτονίαν απο πρόθεσιν.
Αν ο πουτσούχος εφόνευσεν το θύμα, καίτοι το είχε προειδοποιήση κατόπιν σπουδαίας κι επιμόνου απαιτήσεως του τελευταίου (ήτοι «ας τον φάω κι ας ποθάνω»), τότε τελεί πλημμεληματικήν ανθρωποκτονίαν μετά συναινέσεως (ευθανασίαν).
Αν ο πουτσούχος σκοπεί την απλήν σωματικήν βλάβην (ήτοι «βάλτου ιώδιο και καντου φου»!) αλλ’ επέλθη θάνατος ως ενεργός αιτία κατ’ άμεσον αιτιώδην και ουσιώδην συναφείαν, θα τιμωρηθή διά πλημμεληματικήν θανατηφόραν βλάβην (εις περίπτωσιν σκοπουμένης απλής ευθύνεται και διά το διακεκριμένον βαρύτερον αποτέλεσμα) ή διά κακουργηματικήν τοιαύτην (εις περίπτωσιν σκοπουμένης βαρείας ευθύνεται και διά το βαρύτερον αποτέλεσμα).
Αναλόγως κατά περίπτωσιν...
Φούξια κοράκια με νύχια λαμέ
έπεσαν πάνω στον καναπέ
άγρια κρώζουν για σεξ διψούν
και για το έιτζ αδιαφορούν...
Ωραίοςςςςςςςςς!
Είναι αγγλισμός «do bears shit in the wood;» και η απάντηση είναι «is the Pope Catholic;»
Τα σίδερα τους βάλανε και στη στενή τους πάνε
κι αν δε βρεθούν τα λάχανα το ξύλο που θα φάνε
Είπαμε. 'Μαλλιά μπαμπάκι-ψωλή φαρμάκι', αλλά και 'γέροντος πόσθη-δρύινος πάτταλος' (αυτόθι)...
Πονηρέ: Καμία σχέση.
Βίκαρ:
Συγκεκινημένος εκ της στοργικής μεταχειρίσεώς μου υπο των οργάνων της αστυνομίας, δηλώ υπευθύνως, οτι απεταξάμην μετά βδελυγμίας τον Λουντέμην και τας παραφυάδας του!
(Ηχητικός οδηγός παρασκευής ροξακίων):
Η παραγωγή:
τσοκο-τσοκο-τσοκο
φσσστ-φσσσσστ-φσσσσσστ
κουτλε-κουτλε-κουτλε
βζζζζζζζζζζζ
τσικρρρρρρρρ
καχχχχχχχχχχχχνννν
Η κατανάλωση:
Μιαμ
χλαπα
σλουρπ!
Τί σου κάνει μάνα του;
Τζήζα μου θύμισες γνωστό ανέκδοτο:
(Μάνα):
-Πού είναι ο Γιάννης;
(Πατέρας):
-Στα Αγγλικά
(Μάνα):
-Where is John;
P.P. (Palindromists' Panorama)...
Εγώ το πρωτάκουσα μικρός, στην παραφθορά «σουπακιάζω» και νόμιζα οτι έχει σχέση με τη σούπα=χτύπημα/πέσιμο, μέχρι που διάβασα για το Μπίθρο και το σοπάκι του...
Ορθός ο Αλλίβε!
Βλ. και συντεχνιακές διαλέκτους π.χ. μπολιάρικα (ή μπουλιάρικα) ή ρεκουνέικα των διακοναρέων απ' τα Γκράβαρα, κολομπίτικα (λιμανίσια χανιώτικη διάλεκτος), τα κουδαρίτικα (των κτιστάδων των χουλιαροχωρίων Ηπείρου), τα μπακουραίικα (των ραφτάδων στα Τζουμέρκα), τα σώπικα (των βαγενάδων=βαρελάδων Β. Ηπείρου), τα ρόμκα (γύφτικα της Ηπείρου) κ.α.