αχαχαχαχαχαχαχαχαχ! Να ζήσουν τα τυχαία!!
Παρέμβαλε και το γκούφης αλλά και τ γκούφη γκούπερ αλλά ουχί το γκουφουέ
Ένα παρεμφερές σύνδρομο του πορτοκαλισμού είναι και το να συγκρίνουμε ξένους τόπους με ελληνικούς: Δηλαδή στην Ελβετία να λέμε «σαν το Καρπενήσι είναι εδώ» και στην καραιβική (όνομα που φυσικά προέρχεται από τα καράβια των αρχαίων ελλήνων ποντοπόρων που περάσαν από εκεί καθοδών για Περού) «σαν την ΧαΛικιδική τίποτα»...
Και όπως θα λέγαμε παλιά, ο Κάιν είναι ο πατέρας του διαόλου γιατί του γάμησε την μάνα...
Μήπως εννοείς τον «πάντων ὁρατῶν τε και ἀοράτων ποιητήν»;
Ο Τριαντάφυλλος δίνει:
κωλοσφούγγι το [kolosfúngi] Ο44 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός εγγράφου, κειμένου κτλ. || Kάνω κτ. ~, συνήθ. για ρούχο ή ύφασμα που το έχω καταταλαιπωρήσει, που το έχω κάνει κουρέλι από την κακή ή την πολλή χρήση.
[κωλο- + σφουγγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
Ακριβώς, εκλιπαρούν, δεν χαίρονται, δεν μετέχουν της θείας τρέλλας που σε ενώνει με το θείο και σε ελευθερώνει...
Η αρχική χρήση του mode και στα αγγλικά και τα γαλλικά (τα ετυμολογικά λεξικά δίνουν την ίδια ρίζα και για τα δύο, δλδ το λατινικό modus = τρόπος) είχε να κάνει με τον τρόπο που κάνεις κάτι. Ειδικά στον χώρο της μόδας τα παραδείγματα δίνουν συνήθως αρχικούς τύπους «τρόπος ζωής» και «τρόπος ντυσίματος». Fashion και façon επίσης έχουν κοινή λατινική ρίζα, το factio / facere.
Να μην τα ξαναλέμε πάλι (το είχα αναφέρει και σε άλλο λήμμα): Η γνωστή αρίθμηση των σειρών ντάμπαντούμπα ξεκίνησε με την αναδιοργάνωση του Ελληνικού Στρατού μετά την εκστρατεία στην Κορέα (50-53).
Ποιό πολλά στο μελλοντικό μου σύγκραμμα «Ένας, α λά Πέων».
αατα
A, και το «χάβρα» μην το πολυψάχνεται ετυμολογικά... Είναι τούρκικο και σημαίνει και το ένα (συναγωγή) και το άλλο (οχλαγωγία)...
Aπό τα χρονάκια όμως που παροικούσα εις Ιερουσαλήμ, ενθυμούμαι της χάβρες και τις γιορτές των Χασίδ που συχνά-πυκνά άκουγα τις ταυτόχρονες δυνατές αναγνώσεις κειμένων της Τορά που μοιάζαν άλλοτε σαν άνεμος λέξεων και άλλοτε σαν ποταμός ήχων αλλά και τις ξέφρενες γιορτές όπου -ιδίως οι Ασκενάζι- νέοι και παπούληδες, με τα καφτάνια τους, τις ρόμπες και τις καπελαδούρες του το ρίχναν σε ένα φοβερό χορό, με τα χαμόγελα τους να γεμίζουν «θεία τρέλλα». Ίσως για τους ρουμ-ορτοντόξ, η ανταλλαγή απόψεων, η συζήτηση σε θειους χώρους για τα κοινά μεταξύ των πιστών, η ανάγνωση από όλους (και η προσβαση σε κατανοητά) των ιερών κειμένων και ενίοτε η «θεία τρέλλα» της χαράς και της γιορτής να τους φαινόταν οχλαγωγία... Τι να πώ...
Τις προάλλες στην παιδική χαρά που πάω την μικρή, γιαγιά άρχιζε να φωνάζει στους μετανάστες γονείς και παιδάκια, μεταξύ άλλων: «μας πρήξατε με τα αλβανjικά και τα ρώσικα, γιατί δεν μιλάτε όπως όλjοι εμείς σωστά ελjηνικά»...
Μισαλλοδοξία και των τέκνων...
μήπως θα ήθελες να σου κάνουν και καμιά πίπα; οπως θα έλεγε κάποιος! (με την καλή την έννοια πάντα φίλε μου!). Επειδή διαχειρίζομαι ένα εσωτερικό επαγγελματικό φόρουμ με χιλιάδες μέλη είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει αλλά από την άλλη δεν είμαι μόντουλας, οπότε τι ανακατεύουμαι...
Pucha (πούτσα) και ιδίως Puchica (πούτσικα) στα Ισπανικά του Σαλβαδόρ (αλλά και αλλού στην Λ.Α.) είναι εκφράσεις έκπληξης, ενόχλησης ή θυμού όπως το δικό μας «γαμώτο» ή «σκατά» όταν π.χ. μας πέφτει ένα ποτήρι και σπάει ή βλέπουμε κάτι τρελλό, π.χ. μία τίγρη να μαμεί ένα λιοντάρι. Πιθανότατα από το «puta» = πουτάνα αλλά θεωρείται πιο suave (όπως στα ελληνικά το γαμώ την Παναχαϊκή μου ή το μαμάω-ώ). 'Αλλο παρόμοιο, το Κολομβιανό mier-coles (=Tετάρτη) αντί του mier-da (=σκατά)
Να προστεθεί παρακαλώ και το είδος γκάου-μπίου
Μια μορφή χάβρας περιγράφεται και στο λήμμα αστοδιάλογος
Αγαπητέ μου φίλε, μην το δένεις και κόμπο όμως ότι όλα είναι «λατινικά»!
Συνήθως τα λεξικά παρακολουθούν την ετυμολογική πορεία των λέξεων βάσει πρώτης εμφάνισης σε γραπτό κείμενο. Also για το μπουρδέλο που είπες για δες εδώ, από αγγλικό λεξικό:
bordello: Italian, from Old French bordel, from borde hut, of Germanic origin; akin to Old English bord board. 1593
brothel: Middle English, worthless fellow, prostitute, from brothen, past participle of brethen to waste away, go to ruin, from Old English brēothan to waste away; akin to Old English brēotan to break. 1566
Μην ξεχνάμε και το «χωρίς/σπάω + πλάκα» κλπ, που παρόλες τις πα-πα-ροετυμολογίες προέρχεται από το γαλλικό (sans) blague.
Ποιά Khan; Την Σ6-Σ6-Σ6;
γυαλjί μαλλjί και παντελόνjι Lee ή μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Lee; Δατς δε κουέστιονj!
Όπως είθισται να λέγεται, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μορφωμένοι με γαλλικά και πιάνο και μπαλέτο. Είναι πασιφανές ότι υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων:οι μισοί Έλληνες είναι τεχνίτες του λόγου, οι άλλοι μισοί γάματα
Yποθέτω ότι έχει τούρκικη προέλευση...
Αγαπητοί, αυτό που ενθυμούμαι από τα νεανικά μου χρόνια, είναι το μπατάκ-ι (από το τουρκικό batak = βούρκος αλλά και με άλλες έννοιες), περιγραφή που έδινε ο -ψαράς- πάππος μου για τα θολά και βρώμικα νερά, ιδίως στην ακτή, όπου μπορούσες να πίασεις κεφαλόπουλα και άλλα μπατόψαρα.