μορμολύκειο < αρχαία ελληνική μορμολύκειον < μορμολύττομαι < Μορμώ
Μορμώ. Μυθολογικό ον. Δαιμονική μορφή, σύμφωνα με την παράδοση, αποτελούσε φόβητρο των μικρών παιδιών, καθώς τα δάγκωνε όταν αυτά ήταν άτακτα και τα άφηνε κουτσά. Επιβίωσε και στη μεταγενέστερη ελληνική παράδοση με το όνομα Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομα της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να φοβίζουν τα άτακτα παιδιά. Παρίστανε ένα φανταστικό τέρας που είχε τη μορφή λύκου. Μορμολύκεια ονομάζονταν επίσης τα προσωπεία που φορούσαν οι ηθοποιοί στο θέατρο.
Μαλαπέρδα: Αποξηραμένο κολοκύθι, αυτά τα φαλόσχημα κίτρινα διακοσμητικά κολοκύθια που έχουν τα παπούδια μαζί με αποξυραμένα στάχια και πλεχτά καλάθια
«χελώνα σε έχει κατουρήσει»
είναι μια έκφραση πολύ παλιά που θέλει να δείξει μεγάλη γκαντεμιά
μάλιστα μια πρόληψη του χωριού λέει ότι δημιουργούνται πομφόλυγες από τα ούρα της χελώνας
όμως δεν ισχύει, εξακριβωμένο.
δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω την προέλευση της
κάποιοι την αναφέρουν όμως και ως μεγάλη τύχη.
Πάντως αν σηκώσεις μια χελώνα με σκοπό να την μεταφέρεις μεγάλη προσοχή.
Το άτιμο ζωντανό συνηθίζει να σε κατουράω σε μια προσπάθεια να ξεφύγει!
δεν ξέρω από που προέρχεται αλλά σημαίνει αυτό:
Έχω μπερδευτεί τελείως. μπέρδεμα, σύγχυση
http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%BB%CF%8C%CE%BA%CE%BF
δεν είναι το σώβρακο γενικά είναι αντρικό παλαιό στρατιωτικό εσώρουχο μεχρι τα γόνατα
μορμολύκειο < αρχαία ελληνική μορμολύκειον < μορμολύττομαι < Μορμώ
Μορμώ. Μυθολογικό ον. Δαιμονική μορφή, σύμφωνα με την παράδοση, αποτελούσε φόβητρο των μικρών παιδιών, καθώς τα δάγκωνε όταν αυτά ήταν άτακτα και τα άφηνε κουτσά. Επιβίωσε και στη μεταγενέστερη ελληνική παράδοση με το όνομα Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομα της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να φοβίζουν τα άτακτα παιδιά. Παρίστανε ένα φανταστικό τέρας που είχε τη μορφή λύκου. Μορμολύκεια ονομάζονταν επίσης τα προσωπεία που φορούσαν οι ηθοποιοί στο θέατρο.
πανάσχημος γέρος ή γριά που η εμφάνισή του / της απωθεί τους πάντες